ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Τι είναι μουσείο;
Α) Σκιαγραφήστε την εξέλιξη της έννοιας και του θεσμού μέσα στο χρόνο
Β) Αναφέρετε τις βασικές λειτουργίες του σύγχρονου μουσείου
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ : Γιώργος Ξηρός.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………………………..3
1 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΕΣΑ
ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ……………………………………………..…………………………..3
2 ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ………………….7
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ…………………………………………………………………12
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………….13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μουσείο, εάν αναζητήσουμε τη λέξη αυτή στα λεξικά θα διαβάσουμε ότι είναι ένα κτιριακό συγκρότημα μέσα στο οποίο φυλάσσονται, μελετώνται και εκτίθενται σε κοινή θέα έργα τέχνης, αντικείμενα αναγνωρισμένης πολιτισμικής αξίας.
Σήμερα όταν επισκεπτόμαστε ένα μουσείο περίπου έτσι φανταζόμαστε ή αντιλαμβανόμαστε τη λειτουργία του.
Τι είναι όμως ένα μουσείο; Πως εξελίχθητε μέσα στους αιώνες; Ποιες λειτουργίες ένα σύγχρονο μουσείο επιτελεί ή πρέπει να επιτελεί;
Σε αυτά τα ερωτήματα η παρούσα εργασία δίνει απαντήσεις.
1 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Η ιδέα του μουσείου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τάση της συλλογής αντικειμένων. Το πρώτο βασικό στάδιο της συλλογής στην ευρωπαϊκή ιστορία ήταν η απόθεση λατρευτικών προσφορών στους αρχαίους ελληνικούς ναούς και η ανέγερση των Ελληνικών Θησαυρών, κτισμάτων μνημειακού χαρακτήρα, για τη φύλαξη των προσφερόμενων θησαυρών στα σπουδαιότερα ιερά. Τα οικοδομήματα αυτά, όπως ήταν ο Θησαυρός των Δελφών, χρησίμευαν και ως χώροι έκθεσης των διαφόρων αφιερωμάτων και το κοινό μπορούσε να τους επισκεφτεί με ένα μικρό αντίτιμο. Άλλωστε οι ετυμολογικές ρίζες του όρου «μουσείο» βρίσκονται στη λέξη «Μουσείον», τον ναό που είναι αφιερωμένος στις Μούσες, τις θεότητες των Τεχνών και του Πολιτισμού. Στην Πτολεμαϊκή Περίοδο το Μουσείο της Αλεξάνδρειας, θεωρείτο ερευνητικό και ακαδημαϊκό κέντρο. Στα λατινικά ο όρος δήλωνε τον τόπο διεξαγωγής φιλοσοφικών συζητήσεων[1].
Ο όρος επαναχρησιμοποιήθηκε τον 15ο αιώνα στην αναγεννησιακή Φλωρεντία, για να περιγράψει τη εντυπωσιακή συλλογή της οικογένειας των Μεδίκων, παρά το ίδιο το κτίσμα όπου φυλάσσονταν αυτοί οι θησαυροί. Πολλές από αυτές τις αναγεννησιακές συλλογές ήταν προσιτές μόνο σε ένα περιορισμένο κοινό που θα κατανοούσε και θα εκτιμούσε τους περίπλοκους συμβολισμούς των αντικειμένων, όπως ερμηνευόταν από τον ιδιοκτήτη τους.
Τον 17ο αιώνα οι «cabinets of curiosities», ιδιωτικές συλλογές σπάνιων αντικειμένων, παρουσιάζονταν με τρόπο ώστε να αποτελούν μόνες τους έναν «μικρόκοσμο», μια αντανάκλαση της εικόνας του κοινωνικού και φυσικού κόσμου. Λίγο αργότερα, οι θεωρίες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού επηρέασαν την οργάνωση και την ταξινόμηση των αντικειμένων.
Η δημιουργία συλλογών επεκτείνεται σε όλη τη Ευρώπη , ενώ το εμπόριο των έργων τέχνης φτάνει στο απόγειό του. Αυτές οι συλλογές θα αποτελέσουν τους πυρήνες των μουσείων και θα περάσουν σταδιακά από τη ατομική ιδιοκτησία στη δημόσια διαχείριση, ενώ ταυτόχρονα θα γίνουν προσιτές στο ευρύτερο κοινό.
Το Βρετανικό Μουσείο και το Λούβρο ήταν τα πρώτα «δημόσια» μουσεία που εισήγαγαν τη φιλοσοφία της επαφής, μιας ευρύτερης μάζας κοινού με συλλογές. Το Λούβρο της Γαλλικής Επανάστασης δεν έθεσε περιορισμούς, αντίθετα υιοθέτησε την ελεύθερη είσοδο. Ήταν το πρώτο μουσείο που οι πίνακες ζωγραφικής εκτίθονταν ταξινομημένες κατά σχολές και συνοδεύονταν από σύντομο επεξηγηματικό κείμενο για τον καλλιτέχνη και το έργο. Επίσης, διέθετε στους επισκέπτες του μουσείου, κατάλογο-οδηγό των έργων. Το μουσείο αυτή την εποχή χρησιμοποιείται ως θεματοφύλακας των εθνικών παραδόσεων και για την ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας[2].
Τον 20ο αιώνα το επίκεντρο μετακινήθηκε από τον εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα προσανατολισμένο κυρίως στα αξιοπερίεργα και τις αρχαιότητες. Η έμφαση δόθηκε στη διατήρηση και την προβολή έργων που ανήκαν στο πρόσφατο παρελθόν, με αποτέλεσμα την ανέγερση των πρώτων Επιστημών, Εθνογραφικών και Βιομηχανικών Μουσείων. Με τη συλλογή λαογραφικού υλικού δημιουργούνται τα υπαίθρια μουσεία και αργότερα τα οικομουσεία[3].
Το πρώτο υπαίθριο μουσείο δημιουργήθηκε στη Σουηδία από τον Artur Hazeliuς. Κτίρια και αντικείμενα που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές και τυπολογία, μεταφέρθηκαν από διάφορα μέρη της Σουηδίας στο μουσείο, για την ανάδειξη της πολιτιστικής ιστορίας της κάθε περιοχής[4]. Στην Ελλάδα, το μουσείο στο Δισπηλιό της Καστοριάς είναι ένα μουσείο με προδιαγραφές ανοικτού μουσείου[5].
Η ιστορία του ελληνικού μουσείο είναι αδιάρρηκτα συνυφασμένη με την προστασία των αρχαιοτήτων και με σημείο εκκίνησης, την ίδρυση του κράτους, καθώς οι αρχαιότητες ήταν τα σημαντικότερα σύμβολα της εθνικής ταυτότητας και η φύλαξή τους αποτελούσε όχι μόνο προτεραιότητα αλλά και ηθική υποχρέωση. Το 1829 ιδρύθηκε το πρώτο μουσείο της χώρας. Το Εθνικό Μουσείο της Αίγινας, από τον Καποδίστρια, το οποίο στεγάστηκε στο κτήριο του Οικοτροφείου της Αίγινας. Το πρώτο μουσείο που κτίστηκε στην Αθήνα ήταν το Μουσείο της Ακρόπολης (1864-74), όπου η οργάνωση της συλλογής έγινε σύμφωνα με τη χρονολογική σειρά των ευρημάτων. Στην ιστορία του ελληνικού μουσείου αυτή ήταν η πρώτη απόπειρα συστηματικής οργάνωσης. Η ιδέα ότι τα μουσεία εκτός από χώρους φύλαξης αποτελούν επίσης τους βασικούς φορείς εξάπλωσης της ακαδημαϊκής γνώσης, καθώς και τους καταλύτες στην αισθητική καλλιέργεια των ατόμων, διαποτίζει το βασιλικό διάταγμα που ρύθμιζε τη λειτουργίες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου[6].
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου τα μουσεία θεωρούντο κτήμα όλων των Ελλήνων, όλων των κοινωνικών στρωμάτων και συνεπώς τα πρώτα μουσεία αντιμετωπίζονταν από την αρχή ως δημόσια ιδρύματα. Σε αντίθεση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά μουσεία όπου η «ιδιωτική» εικόνα αποβλήθηκε σταδιακά, τα ελληνικά μουσεία απευθύνονταν στο ευρύ κοινό, μια φιλελεύθερη πρόθεση που δυστυχώς δεν αναπτύχθηκε στη πράξη κυρίως λόγω οικονομικών δυσχερειών, ελλιπούς υλικής υποδομής αλλά και προσωπικού. Στην πραγματικότητα, η ειδική περίπτωση της Ελλάδας όπου η ίδρυση ενός μουσείου ήταν και ο μόνος λόγος για τη δημιουργία συλλογών, ευνόησε την εμμονή στο αντικείμενο, το οποίο αντιμετωπίστηκε σε όλες τις περιπτώσεις ως έργο τέχνης, ενώ το κριτήριο επιλογής για την τοποθέτηση του στις μουσειακές προσθήκες ήταν αποκλειστικά η διαθεσιμότητά του. Πεπεισμένοι ότι ως γνήσιοι κληρονόμοι του ένδοξου παρελθόντος η ερμηνεία δεν είναι απαραίτητη, τη στιγμή μάλιστα που το κοινωνικό χρέος εκπληρώνεται με την προστασία και τη φύλαξη των συμβόλων της εθνικής και της ιστορικής συνέχειας.
Σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη των μουσείων ήταν, η προσπάθεια να προσαρμοστούν στις σύγχρονες απαιτήσεις, στις αυξανόμενες ανάγκες των επισκεπτών και στην εισαγωγή των νέων τεχνολογιών. Το μουσείο σήμερα αποτελεί έναν από τους κατεξοχήν χώρους της δια βίου εκπαίδευσης, ένα πολιτιστικό κέντρο με ευρεία έννοια, που προσφέρει στο κοινό πλήθος εκδηλώσεων[7]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που συνδυάζει τη λειτουργία των μουσείων και των πολιτιστικών κέντρων είναι το Κέντρο Pompidou στο Παρίσι, το οποίο συνδυάζει πινακοθήκη με έργα σύγχρονης τέχνης, χώρους ειδικών εκδηλώσεων, βιβλιοθήκη, αίθουσες προβολής κ.λπ[8].
Το 1974, το Διεθνές Συμβούλιο των Μουσείων (ICOM) έδωσε τον ακόλουθο ορισμό του μουσείου:
«Ένα ίδρυμα μόνιμο, μη κερδοσκοπικό, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοικτό στο κοινό, που έχει ως έργο να συλλέγει, να μελετά, να διατηρεί, να γνωστοποιεί και να εκθέτει υλικά τεκμήρια του ανθρώπινου πολιτισμού και περιβάλλοντος με στόχο τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία».
Το 1996 η Βρετανική Ένωση αντιπαρέβαλε μια διαφορετική διατύπωση:
« Ένα ίδρυμα το οποίο συλλέγει, καταγράφει, εκθέτει, αποθηκεύει και συντηρεί έργα τέχνης, προϊόντα της επιστήμης και του πολιτισμού, ώστε να είναι διαθέσιμα στο ευρύ κοινό και στους ερευνητές»[9].
Σε μία πρώτη ανάγνωση οι δύο προσεγγίσεις δε φαίνεται να διαφέρουν και πολύ, αλλά μια προσεκτικότερη ματιά, θα αποκάλυπτε ότι η Βρετανική Ένωση προσπαθεί να υιοθετήσει μια οπτική γωνία ευαίσθητη, συνδέοντας τους ανθρώπους με τα μουσεία και τα έργα τέχνης .
Διαπιστώνουμε ότι σχετικά με το ερώτημα για την «αποστολή» των μουσείων, και τον τρόπο που θα μπορούσαν να εκπληρώσουν τις φιλοδοξίες τους, το σύγχρονο μουσείο ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ρόλους που συχνά θεωρούνται αλληλοσυγκρουόμενοι. Τη σύγκρουση δηλαδή, ανάμεσα στον εσωστρεφή και τον εξωστρεφή χαρακτήρα που πρέπει ένα μουσείο να έχει.
2 ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ
Aπό τους ορισμούς που αναφέραμε παραπάνω προκύπτει ότι εκτός από την έμφαση που δίνουν στον ανθρώπινο παράγοντα και τον επικοινωνιακό ρόλο ενός μουσείου, περιγράφουν και τις λειτουργικές υποχρεώσεις του.
Ως λειτουργικές υποχρεώσεις νοούνται όλες οι δραστηριότητες που συνοδεύουν τον κύκλο ζωής ενός αντικειμένου από τη στιγμή που αποκτιέται από ένα μουσείο. Οι βασικές ομάδες λειτουργιών, είναι τρεις : η τεκμηρίωση ( καταγραφή, φωτογράφιση, έρευνα), η φροντίδα ( αποθήκευση, ασφάλεια, προληπτική συντήρηση) και η επικοινωνία ( μελέτη, έκθεση, δημοσίευση, οργάνωση προγραμμάτων). Οι δύο πρώτες θεωρούνται παραδοσιακές λειτουργίες και η τρίτη ανθρωποκεντρική υπηρεσία για ένα μουσείο.
Για την «παραδοσιακή» αντίληψη, τα μουσεία έχουν a priori έναν χαρακτήρα βασισμένο στο αντικείμενο και αντιμετωπίζονται ουσιαστικά ως αρχεία ιστορικών τεκμηρίων που λειτουργούν για να φροντίζουν και με την συλλογή να επαυξάνουν τους θησαυρούς τους, γι αυτό εύστοχα τους αποδιδόταν ο χαρακτηρισμός « μαυσωλεία» τέχνης. Τα μουσειακά αντικείμενα είναι αυτά που έχουν μία φυσική ή τεχνική κατάσταση και μεταφέρουν ένα νόημα υποκειμενικό και μεταβαλλόμενο, δηλαδή μπορεί να τους αποδοθεί μία πολιτισμική αξία. Είναι αντικείμενα που έχουν μετατραπεί σε δυναμικά μουσειακά εκθέματα . Γι αυτό τα αντικείμενα μετά την ταξινόμηση τους σε κατηγορίες σύμφωνα με συγκεκριμένα συστήματα αρχειοθέτησης, και την έρευνα και μελέτη τους, τοποθετούνται είτε στις αποθήκες του μουσείου, για την προστασία τους, είτε παρουσιάζονται στους εκθεσιακούς χώρους σύμφωνα με μια λογική που να ακολουθεί και να αναδεικνύει έναν τρόπο ερμηνείας, όπως αυτός καθορίζεται και επιλέγεται από τους σκοπούς του ιδρύματος[10].
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα των παραδοσιακών βασικών λειτουργιών, διότι με την εμπειρία και την αδιαμφισβήτητη επάρκεια στην άσκηση των ακαδημαϊκών τους καθηκόντων και στους τομείς της συντήρησης, που διαθέτουν τα μουσεία τους εξασφαλίζουν, κύρος. Το κύρος αποτελεί βασικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο με τη χωρίς περιορισμούς πρόσβαση και τη ενασχόληση με δραστηριότητες όπως η εκπαιδευτική ή η ψυχαγωγική που δεν ανήκουν παραδοσιακά στη «δικαιοδοσία» ενός μουσείου.
Οι «μοντερνιστές» συμφωνούν στην κοινωνική χρησιμότητα των συλλογών, αλλά μόνο ως μέσο και όχι ως πανάκεια. Τα δημόσιο όφελος δεν περιορίζεται μόνο στο τι κάνουν τα μουσεία με τις συλλογές τους. Ένα μουσείο μπορεί να συλλέγει, να φυλάττει και να καταγράφει και να είναι την ίδια στιγμή ανούσιο ή και αδιάφορο για την ανθρωπότητα.
Σημειώνω εδώ ότι υπάρχουν σήμερα μουσεία που δεν δημιουργήθηκαν για να εκθέσουν αντικείμενα. Μία τέτοια ιδιάζουσα περίπτωση μουσείου αρχαιολογικού χώρου είναι το μουσείο του Μυκηναϊκού εποικισμού της Κύπρου στη Μάα- Παλαιόκαστρο, δημιουργήθηκε από τον αρχιτέκτονα Andrea Bruno, καθηγητή αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου του Τορίνου, με σκοπό ( διαθέτει και μικρή έκθεση ενημερωτικού χαρακτήρα) να λειτουργήσει χωρίς εκθέματα, ως χώρος περισυλλογής, χώρος κάτω από το έδαφος όμοιος με αυτόν του αρχαιολόγου ένα « Μουσείο του Τίποτα»[11].
Σκιαγραφώντας την εικόνα ενός σύγχρονου μουσείου θα μπορούσε κανείς να ανιχνεύσει την αλλαγή στη διαχείριση συλλογών. Παλιότερα η διαχείριση των συλλογών ήταν μια δουλειά που αφορούσε αποκλειστικά τους επιμελητές των μουσείων . Η πρόσβαση και η χρήση των αντικειμένων περιοριζόταν σε ένα στενό κύκλο επιστημόνων, ειδικών μελετητών και εκλεκτών επισκεπτών. Σήμερα, τα μουσεία συνειδητοποιούν τη δημόσια υποχρέωση που έχουν αναλάβει απέναντι στο κοινό τους, εφόσον έχουν στη κατοχή τους συλλογές που ανήκουν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Ο Χουρμουζιάδης θεωρεί το μουσείο ως ένα σύστημα που έχει μια συγκεκριμένη δομή. Το μουσείο το αποτελούν τρία υποσυστήματα, τρία επιμέρους στοιχεία: είναι το έκθεμα, είναι ο εκθέτης και το κοινό και τα τρία αυτά στοιχεία αλληλοεξαρτώνται[12].
Ένας χώρος αρχίζει να γίνεται μουσείο, όταν οι άνθρωποι σε αυτό δείχνουν ενδιαφέρον για τα αντικείμενα του. Η φιλοσοφία αυτή, σχετίζεται με την κίνηση για τον εκδημοκρατισμό των μουσείων και συνοψίζεται στο εξής: αφού το κοινό είναι στην ουσία ο ιδιοκτήτης των συλλογών των μουσείων, θα πρέπει να είναι σε θέση να τις βλέπει ή να έχει κατά το δυνατόν μεγαλύτερη πρόσβαση σε αυτές. Έτσι, ο κοινωνικός σκοπός διευρύνεται στη συνεργασία με το κοινό και την επανεξέταση ακόμα και των πιο βασικών λειτουργιών υπέρ των ζητούμενων απαιτήσεων για ποιότητα της εμπειρίας. Αυτό σημαίνει ότι τα πρωτεία του επιμελητή αμφισβητούνται από τη δυναμική παρουσία νέων επαγγελματιών, ειδικευμένων στην εκπαίδευση των παιδιών και ενηλίκων, στην επικοινωνία, στον σχεδιασμό εκθεσιακών χώρων . Άλλωστε σε μια δημοκρατική κοινωνία τα μουσεία πρέπει να έχουν προτεραιότητα τον άνθρωπο, λαμβάνοντας υπόψη τους ήδη υπάρχοντες αλλά και τους εν δυνάμει επισκέπτες. Δεν είναι άραγε εκείνοι που χρηματοδοτούν τα μουσεία μέσω της φορολογίας και των εισιτηρίων εισόδου; Γι αυτόν τον λόγο ένα μουσείο πρέπει να είναι αποτελεσματικό στην ικανοποίηση των αναγκών και των απαιτήσεων τους.
Από αρκετά μουσεία στο εξωτερικό εφαρμόζεται ήδη η ιδέα της ανοικτής πρόσβασης, και με την πρακτική της ανοικτής αποθήκευσης, μέρος των αποθηκευτικών χώρων είναι προσιτό στο κοινό κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.
Η ίδια φιλοσοφία της δημόσιας πρόσβασης στις συλλογές έχουν επίσης οδηγήσει πολλά μουσεία να διαθέτουν βάσεις δεδομένων, προσιτές μέσω του internet[13].
Το ερώτημα που απασχολεί τα μουσεία είναι εάν μπορεί να επιτευχθεί η ισορροπία ανάμεσα στην παραδοσιακή κυριαρχία της συλλογής, της συντήρησης και της έρευνας από τη μια πλευρά και στη σύγχρονη άποψη της προτεραιότητας της έκθεσης και της ερμηνείας και της επικοινωνίας με τον άνθρωπο;
Ως απάντηση στις ανησυχίες που εκφράζονται από τις δύο πλευρές για το μουσείο του μέλλοντος, είναι ότι, ο συνδυασμός του κύρους και της ψυχαγωγίας δεν είναι ανέφικτος, η προστασία και η πρόσβαση δεν είναι μύθος, το ακαδημαϊκό έργο και η επικοινωνία είναι μάλλον οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, παρά ασυμβίβαστες δραστηριότητες. Για να διατηρηθεί το κύρος των μουσείων, το πιο σημαντικό συγκριτικά πλεονέκτημα απέναντι στις εμπορικές επιχειρήσεις που συχνά εκμεταλλεύονται τις ανθρώπινες ανάγκες, θα έπρεπε να σταματήσουμε να συγχέουμε τον λαϊκισμό με τον δημοκρατισμό. Οι διαφοροποιήσεις και οι αναπαραστάσεις ιστορικών γεγονότων, ακόμα και αν επιτυγχάνουν να προσελκύσουν ένα μεγάλο μέρος του κοινού, δεν μπορούν να αναπαραστήσουν τις διαδικασίες της αλλαγής, πόσο μάλλον όταν παρουσιάζουν μία μονόπλευρη ερμηνεία σα να επρόκειτο για μια μοναδική αλήθεια, θα μπορούσε να είναι μια εντελώς αυθαίρετη πράξη. Οι αναπαραστάσεις είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται όχι για να επιβάλλουν την απόλυτη εικόνα του παρελθόντος (όπως η αναστύλωση που έγινε στην Κνωσό) , αλλά να λειτουργούν ως νύξεις και να αποτελούν ερέθισμα για την κατανόηση των αλλαγών σε ένα παρελθόν που επηρεάζεται από την εξέλιξη ή τη ύπαρξη των εκθεμάτων.
Διαπιστώνουμε ότι μία σημαντική αλλαγή στην εξέλιξη των μουσείων που επήλθε είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους από τα αντικείμενα και τις λειτουργίες, στις πληροφορίες που τα συνοδεύουν. Τα τελευταία, όμως, χρόνια έχει δημιουργηθεί μια νέα ανθρωποκεντρική αντίληψη για τα μουσεία με αποτέλεσμα την μετατόπιση του κέντρου βάρους από το μουσείο ως οργανισμό, τα αντικείμενα και τις πληροφορίες που τα συνοδεύουν, στον ίδιο τον αποδέκτη όλων αυτών δηλαδή τον επισκέπτη.
Ο σημαντικότερος σύγχρονος σταθμός στην εξέλιξη του θεσμού είναι η προσπάθεια οργανικής σύνδεσης του μουσείου με την κοινωνία την οποία υπηρετεί. Το μουσείο δεν είναι πλέον ένας χώρος στατικών εκθέσεων, όπου ο επισκέπτης θα πάει μία ή το πολύ δύο φορές. Το μουσείο στις μέρες μας έχει εξελιχθεί σε ένα πολυδύναμο πολιτιστικό κέντρο, που προσφέρει στο κοινό πλήθος εκδηλώσεων. Έχει γίνει πλέον συνείδηση ότι το μουσείο αποτελεί έναν από τους κατεξοχήν χώρους της δια βίου εκπαίδευσης. Είναι προσιτό στο παγκόσμιο κοινό, διότι, όπως αναφέρει η Αρβελέρ «…κανείς δεν είναι αγράμματος σε ένα μουσείο….»[14] Με άλλα λόγια, το σύγχρονο μουσείο φιλοδοξεί να είναι ένα ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας στην οποία ανήκει[15].
Στη βάση αυτής της θεώρησης βρίσκεται η συνειδητοποίηση του ανερχόμενου ρόλου των μουσείων στο πλαίσιο μιας διευρυμένης αντίληψης για την εκπαίδευση και την ανάπτυξη της κοινότητας στην οποία το μουσείο ανήκει ή απευθύνεται.
Το Βρετανικό Μουσείο είναι ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Ιδρύθηκε από το 1753 και από τότε δεν έπαψε να συλλέγει αντικείμενα. Αυτά προέρχονται από αγορές, από δωρεές, από δανεισμό, από ανασκαφές. Οι συλλογές του αριθμούν περίπου 7.000.000 αντικείμενα με πολιτισμική ποικιλία και ποιότητα. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται μεγάλα βήματα στο τομέα της εκπαίδευσης και της επικοινωνίας. Στο φυλλάδιο που επιγράφεται «Εκπαίδευση στο Βρετανικό Μουσείο» αναφέρεται «… όχι μόνο για την έρευνα και την ευχαρίστηση των μορφωμένων και φιλοπερίεργων, αλλά για την γενική χρήση και το καλό του κοινού, ενός παγκόσμιου κοινού»[16].
Άλλες αλλαγές στη λειτουργία των μουσείων αφορούν την ευαισθησία που δείχνουν στη δημιουργία κανόνων «σωστής συμπεριφοράς», δηλαδή του επαγγελματισμού στα μουσεία.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι ο αυξανόμενος ανταγωνισμός με άλλους φορείς και ιδρύματα που προσφέρουν ψυχαγωγικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες, καθώς και υπηρεσίες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου[17].
Τα μουσεία δημιουργούν προγράμματα προσέγγισης που στοχεύουν στη σύνδεση των μουσείων μεταξύ τους, με τις ανταλλαγές εκθεμάτων και την δημιουργία εκθέσεων, είτε με στόχο την ανάδειξη των διαλόγων μεταξύ των πολιτισμών ( όλοι οι πολιτισμοί σήμερα αναγνωρίζονται ως ισότιμοι), είτε την γνωριμία του κοινού τους με άλλους πολιτισμούς.
Αλλά τα προγράμματα προσέγγισης αφορούν και τη σύνδεση των μουσείων με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα μέσω αναλυτικών επικοινωνιών και κοινωνικών δράσεων. Το μουσείο προσκαλεί ανθρώπους που είναι απομακρυσμένοι για λόγους οικονομικούς, χωροταξικούς, ψυχολογικούς, ιδεολογικούς ή για λόγους υγείας να συμμετέχουν ενεργά στα πολιτιστικά δρώμενα. Η φιλοσοφία των προγραμμάτων προσέγγισης βασίζεται στην ανάπτυξη μιας αμφίδρομης σχέσης εμπιστοσύνης και αλληλοκατανόησης με διάφορες κοινότητες, δηλαδή με ομάδες ανθρώπων[18].
Το μουσείο Μπενάκη είναι ένα μουσείο γνωστό για μια σειρά καινοτομιών, όπως: διαθέτει κυλικείο, χρησιμοποιεί εθελοντές και δημιουργεί εκπαιδευτικά προγράμματα και δραστηριότητες[19].
Μία από τις πλέον σημαίνουσες αλλαγές στο χώρο των μουσείων τα τελευταία χρόνια και είναι η αναγνώριση της σημασίας των μαθησιακών θεωριών στο σχεδιασμό και την ανάπτυξη των εκθέσεων. Η συζήτηση σήμερα επικεντρώνεται όλο και περισσότερο γύρω από τη μάθηση στα μουσεία, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο οι άνθρωποι επικοινωνούν κι μαθαίνουν μέσα σε ένα περιβάλλον μη τυπικής εκπαίδευσης και όχι γύρω από εκπαιδευτικά προγράμματα με τη στενή έννοια του όρου. Επιπλέον διαθέτουμε σήμερα επαρκή δεδομένα ότι οι επισκέπτες «μαθαίνουν» καλύτερα, όταν τους δίνεται η δυνατότητα να ενεργήσουν. Στα μουσεία αυτό επιτυγχάνεται με τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων ή εκθεμάτων.
Ως προς το θέμα της ερμηνείας ειδικότερα, ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι νεότερες προσεγγίσεις, που δέχονται ότι η ερμηνεία είναι στην ουσία μια συμμετοχική διαδικασία στην οποία αλληλεπιδρούν η πλευρά των παραγωγών μιας έκθεσης και η πλευρά των επισκεπτών- αποδεκτών. Διαφορετικές κοινότητες ερμηνευτών, με τις δικές τους ιδιαίτερες ερμηνευτικές στρατηγικές, καταλήγουν στη δόμηση διαφορετικών νοημάτων. Επιπλέον, σύμφωνα με το πολιτισμικό μοντέλο επικοινωνίας, η παραγωγή μηνυμάτων στο χώρο μιας έκθεσης γίνεται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολιτισμικού επικοινωνιακού περιβάλλοντος, όπου η πραγματικότητα δεν είναι μία και αδιαπραγμάτευτη, αλλά διαμορφώνεται μέσα από συνεχή διάλογο[20].
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Κάνοντας μία αποτίμηση σε αυτά που αναφέραμε, διαπιστώνουμε ότι το μουσείο, που είναι σήμερα ένας καθιερωμένος θεσμός, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε μέσα από το πέρασμα των αιώνων.
Το μουσείο, με τη σημερινή έννοια, πρωτοεμφανίστηκε τον 15ο αιώνα στην αναγεννησιακή Ιταλία. Οι ιδιωτικές συλλογές που είχαν δημιουργηθεί άρχισαν να έγινονται δημόσιες.
Ο ρόλος των μουσείων περιοριζόταν στην παθητική διατήρηση και έκθεση αντικειμένων, στη σύγχρονη εποχή, όμως, νέες αντίληψης σχετικά με τη σημασία και τον ρόλο του μουσείου έθεσαν σε αμφισβήτηση την παραδοσιακή του μορφή.
Τα μουσεία έγιναν ανθρωποκεντρικά εισήγαν πρωτοποριακά προγράμματα, αναπτύσσοντας ένα διάλογο με το κοινό τους, με στόχο τον όλο και περισσότερο εκδημοκρατισμό τους, καθώς και την όλο και περισσότερο διευρυμένη προσφορά τους στην κοινωνία.
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
- Αρβανιτίδη 2000=Έλσα Μυρογιάννη-Αρβανιτίδη, Μία ματιά στο Τμήμα Εκπαίδευσης του Βρετανικού Μουσείου, από το περιοδικό Corpuς Τεύχος 19- Αυγ/Σεπτ. 2000.
- Αρβελέρ 2007= Ελένη Γλυκατζή-Αρβελέρ, Πολιτισμός και Ελληνισμός Προσεγγίσεις, εκδ. Κατσανιώτη, Αθήνα 2007.
- Γκαζή 2001=Ανδρομάχη Γκαζή, Το μουσείο του Μυκηναϊκού εποικισμού της Κύπρου στη Μάα- Παλαιόκαστρο, από το περιοδικό Corpuς Τέυχος 29- Ιούλιος2001.
- Γκαζή=Ανδρομάχη Γκαζή, Από τις Μούσες στο Μουσείο Η ιστορία ενός θεσμού διαμέσου των αιώνων.
- Γκαζή=Ανδρομάχη Γκαζή, Μουσεία για τον 21ο αιώνα.
- Γκαζή 2003=Ανδρομάχη Γκαζή, «Η ανάπτυξη των ελληνικών μουσείων τον 20ο αιώνα» στο Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, Τόμος Γ Μουσειολογία, Μέριμνα για τις Αρχαιότητες εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003.
- Νούσια 2003=Τόνια Νούσια, «Ορισμός και αντικείμενο των μουσειακών σπουδών» στο Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, Τόμος Γ Μουσειολογία, Μέριμνα για τις Αρχαιότητες εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003.
- Νούσια 2003=Τόνια Νούσια, «Διαχείριση συλλογών μουσειακών αντικειμένων» στο Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, Τόμος Γ Μουσειολογία, Μέριμνα για τις Αρχαιότητες εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003.
- Χουρμουζιάδης 2000= Γιώργος Χουρμουζιάδης, Λόγια από χώμα, εκδ. Νησίδες, Αθήνα 2000.
[1] Νούσια 2003, 25-26.
[2] Γκαζή ,σ.39-42.
[3] Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του οικομουσείου είναι ότι πρέπει να είναι ανοικτό. Άλλα χαρακτηριστικά: να είναι έτσι οργανωμένο ώστε να είναι εύκολη η κυκλοφορία του κοινού, τα εκθέματα να έχουν φυσικές διαστάσεις, ακόμα να έχει αναπλάσει το οικολογικό περιβάλλον όπως ήταν την εποχή των εκθεμάτων, καθώς επίσης και να ενημερώνεται ο επισκέπτης με «βιβλιογραφική» υποστήριξη. Χουρμουζιάδης 2000, σ. 170-175.
[4] Νούσια 2003, σ. 34.
[5] Χουρμουζιάδης 2000, σ. 169.
[6] Γκαζή, σ. 43-45.
[7] Γκαζή, σ. 42.
[8] Νούσια 2003, σ. 35.
[9] Νούσια 2003, σ. 20-21.
[10] Νούσια 2003, σ. 56.
[11] Γαζή 2001,σ. 88.
[12] Χουρμουζιάδης 2000, σ. 148.
[13] Γκαζή σ. 6-7
[14] Αρβελέρ 2007, σ. 22.
[15] Γκαζή 2003, σ. 141-142.
[16] Αρβανιτίδη 2000, σ. 88-90.
[17] Γκαζή ,σ. 3-4.
[18] Γκαζή, σ. 9.
[19] Γκαζή 2003, σ. 185.
[20] Γκαζή, σ. 10.