Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Η Σχολή της Φρανκφούρτης η έννοια της πολιτιστικής βιομηχανίας και πώς επηρεάζει ακόμη και σήμερα το άτομο και την κοινωνία


Εισαγωγή 
Ο 20ος αι. θα μπορούσε να ονομαστεί και ο αιώνας της μαζικής κοινωνίας,  και  της μαζικής κουλτούρας. Διότι σ΄ αυτόν εμφανίζονται έντονα και εξελίσσονται ραγδαία τα φαινόμενα της μαζικοποίησης της κοινωνίας και το εγγενές σε αυτήν φαινόμενο της μαζικής κουλτούρας. Σε αυτή την μαζικοποίηση συνέβαλε η δημιουργία της πολιτιστικής βιομηχανίας.

Πολλές κριτικές αναπτυχτήκαν για τα φαινόμενα αυτά, μεταξύ των οποίων και αυτές που ανέπτυξαν οι στοχαστές της «Σχολής της Φρανκφούρτης».

1.      Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η έννοια της πολιτιστικής βιομηχανίας

Οι κοινωνικοί κριτικοί που έγιναν γνωστοί ως «Σχολή της Φρανκφούρτης” ήταν   μια ομάδα γερμανόφωνων στοχαστών, του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Τα πιο γνωστά από τα μέλη ήταν οι: Τίοντορ Αντόρνο Μάξ Χορκχάιμερ, Χέμπερτ Μαρκούζε και Λέο Λόβεβταλ.  Ιδιαίτερα σημαντικό το έργο που δημιούργησαν,  κατά την δεκαετία του 1930 - στο πλαίσιο της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία  από την οποία όλοι υποχρεώθηκαν να δραπετεύσουν κυρίως στις Η.Π.Α- με το οποίο πραγματεύονταν την κριτική της μαζικής κουλτούρας, Οι απόψεις τους για τη μαζική κουλτούρα διαμορφώθηκαν υπό την καταλυτική επίδραση  αφενός της εμπειρίας του ναζισμού και αφετέρου του πολιτισμικού σοκ που τους επεφύλασσε η άφιξή τους στην Αμερική, όπου άκμαζαν  οι σύγχρονες μορφές δημοφιλούς κουλτούρας, τα νέα μαζικά έντυπα μέσα,  το ραδιόφωνο,  ο κινηματογράφος, του Χόλυγουντ,  η τζαζ, η διαφήμιση, ο Ντίσνεϊ και τα κόμικς που λειτούργησαν ως νέα οχήματα για τον πολιτισμικό εξευγενισμό των μαζών. (Hall-Gieben:2003,388 ; Smith:2006,84) .
Η επιτηδειακή υπνωτική προπαγάνδα των ναζιστών, από τη μία, και η υπνωτική σαγήνη που ασκεί η μαζική κουλτούρα στο κοινό της, από την άλλη, αντιμετωπίστηκαν ως διαφορετικές μορφές της συστηματικής ιδεολογικής χειραγώγησης  και πολιτικής καθυπόταξης των ευρέων κοινωνικών στρωμάτων.         ( Πασχαλίδης:2002,98). Οι στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης υποστήριξαν ότι αυτά τα γεγονότα  αποτελούσαν εκτροπή από το Διαφωτισμό, λόγω της κυριαρχίας αυτού που ονόμασαν «τεχνικός λόγος» πάνω στη σύγχρονη κοινωνία και κουλτούρα,  τον αποκλεισμό της κριτικής ορθολογικότητας και τον κλονισμό των πολιτικών, πολιτισμικών και ηθικών αξιών, κατά τη «διαδικασία εκπολιτισμού» του λαού. (Hall-Gieben:2003, 387-389). Υποστήριξαν ότι η ορθολογικότητα του Διαφωτισμού, που κυριάρχησε στο καπιταλιστικό σύστημα,  οδήγησε στη δημιουργία της πολιτιστικής βιομηχανίας.
Μεγάλες εταιρείες,  ελέγχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας[1]. Οι εταιρείες αυτές παράγουν προϊόντα με μοναδικό σκοπό να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους και όχι να ενθαρρύνουν, την καλλιτεχνική δημιουργικότητα, την κριτική σκέψη  και να προάγουν την ανθρώπινη ελευθερία. (Smith:2006:89-90).Ο αντι-διαφωτισμός, που είναι το αποτέλεσμα της πολιτιστικής βιομηχανίας προάγει τη μαζική εξαπάτηση και «εμποδίζει τη διαμόρφωση αυτόνομων, αυτοτελών, συνειδητά κρινόντων και αποφασιζόντων ατόμων». Χωρίς την ύπαρξη τέτοιων ατόμων  δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχτεί η δημοκρατία. (Πασχαλίδης:2002,100).
Επίσης η κριτική αντίληψη της Σχολής της Φρανκφούρτης έχει Λουκατσιανή καταγωγή.
 Ο Λούκατς είχε προετοιμάσει το πρώτο πλήγμα σε μια μαρξιστική θεωρία η οποία είχε αποκοπεί από την μαρξιστική αντίληψη του κόσμου.Αυτό που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν μια διάσταση μεταξύ του μαρξιστικού πνεύματος και του μορφώματος της μαρξιστικής σκέψης.
Το πλήγμα αυτό είχε επιφέρει ο Λούκατς με το περίφημα βιβλίο του «Ιστορία και Ταξική συνείδηση».
Το πρόταγμα του Λούκατς είναι ότι η μαρξιστική σκέψη είχε λησμονήσει να αναφερθεί στην ανασύσταση της ενότητας του υποκειμένου με το αντικείμενο.
Σύμφωνα με τον Αντόρνο και την αρνητική διαλεκτική δεν μπορεί το εμπειρικό και το νοητό, αντίστοιχα η πράξη και η θεωρία να τα διαχωρίσουμε, διότι αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα.
Η Σχολή τα Φρανκφούρτης προσπαθεί τον δυισμό υποκειμένου και αντικειμένου να τον αρνηθεί. Δηλαδή να δημιουργήσει έναν αποφατισμό που να ακυρώνει την ψευδή ιδεολογική εικόνα μεταξύ ενός υποκειμένου που σκέπτεται και ενός αντικειμένου που δεν σκέπτεται . Αν συμπερασματικά το δούμε θα διαπιστώσουμε ότι το υποκείμενο αυτό που σκέπτεται -ως κυρίαρχος-  επιβάλει τους κανόνες και νόμους στο αντικείμενο που δεν σκέπτεται και άρα δεν υπάρχει. Αφού το δέντρο δεν σκέπτεται δεν υπάρχει , αφού η φύση δεν σκέπτεται δεν υπάρχει, άρα το αφεντικό του κόσμου είναι το εγώ που σκέπτομαι.
Σύμφωνα με τη Σχολή δεν υπάρχουν δύο κόσμοι, αλλά ένας και μοναδικός, αυτός που δεν προσπαθεί να μεταμορφώσει μια κατάσταση του μερικού έτσι ώστε να το ανεβάσει στην κατάσταση της γενικότητας, κάτι το οποίο το διαπιστώνουμε να γίνεται από τη μεταφυσική και το μαρξισμό, το οποίο αυτό ψεύδος, δηλαδή να ανάγουμε το μερικό στο γενικό, τη μεταμόρφωση της μερικότητας σε γενικότητα, οδηγεί στον φασισμό, και δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ουσία του φασιστικού φαινομένου.
Η συμβολή της Σχολής εδώ είναι καθοριστική όχι μόνο στην κατανόηση του κοινωνικού υποκειμένου, αλλά στη μεταβολή του κοσμοειδώλου του ανθρώπινου κοσμοειδώλου πέρα από τον δυισμό σε μια πρωταρχική ενότητα της μεταφυσικής ψυχής και του σώματος. Δεν γνωρίζει αυτή η ενότητα δυισμό, διαχωρισμό, διακρίσεις.
Η Σχολή την ψυχανάλυση την φέρνει από το ατομικό πεδίο στο κοινωνικό πεδίο.
Τι έχει συμβεί;
Το ίδιο κοινωνικό μόρφωμα έχει αρχίσει να μεταβάλλεται πάνω στη βάση αυτού του δυισμού.
Όταν τελειώνει η φάση του κλασικού καπιταλισμού (προτεσταντικού καπιταλισμού), αρχίζει μια δεύτερη φάση του καταναλωτικού καπιταλισμού ή ύστερου
Τι συμβαίνει εκεί;
Οι αντιπρόσωποι της Σχολής βρίσκονται στο μεταίχμιο αυτής της αλλαγής, δηλαδή ζουν σε μια τρομερή αλλοίωση του ανθρώπινου υποκειμένου. Το ανθρώπινο υποκείμενο χάνει την υποκειμενικότητά του μέσα σε μια κατάσταση που του επιβάλλεται και το δημιουργεί. Από το υποκείμενο σε μαζουποκείμενο και από την κοινωνία σε μαζοκοινωνία.
Άρα η Σχολή αυτή την εποχή που αναπτύσσει τις απόψεις της το 1931 (το 1933 ανεβαίνει ο Χίτλερ) έχει να αντιμετωπίσει κάτι πολύ σημαντικό . Αλήθεια αυτή η κοινωνική κατάσταση αναδύθηκε τυχαία;
Όσο υπάρχει υποκειμενικότητα μπορεί να υπάρχει θεολογία, δεν υπάρχει όμως  φασισμός.
Εκείνο που έχει συμβεί σύμφωνα με τη Σχολή είναι ότι κάπου η υποκειμενικότητα πρέπει να έχει αλλοιωθεί ή να έχει ακολουθήσει άλλα μονοπάτια. Και ποια είναι αυτά;
Είναι τα μονοπάτια της κοινωνίας του ελέγχου. Η κοινωνία αρχίζει να  μεταβάλλεται από τη στιγμή που μπορεί να επικρατήσει και να μεταβάλει τη σύσταση του υποκειμένου. Μπορεί να κυριαρχήσει από τη στιγμή που το ανθρώπινο υποκείμενο έχει πάψει πια να αποτελεί αυτοτελή οντότητα, αλλά έχει γίνει ένα γρανάζι μέσα σε μια μηχανή η οποία κατευθύνεται στο όνομα της μαζικότητας δηλ. να είναι ιν.

2.      Η έννοια της μαζικής κουλτούρας και της τέχνης και το κοινωνικό αντίκτυπο  
 Για τον Χορκχάιμερ η κουλτούρα είναι το σύνολο των ιδεών, των ηθών, των κανόνων και των καλλιτεχνικών εκφράσεων που ξεπηδούν από τη «βάση» μιας κοινωνίας, η κληρονομιά και οι πράξεις της νόησης και της τέχνης. (Σαρίκας:1984,10).
Η «λαϊκή κουλτούρα αναπτύχθηκε «από κάτω» από τη βάση. Ήταν μια «αυθόρμητη , αυτόχθονη έκφραση του λαού, διαμορφωμένη από τον ίδιο, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις δικές του ανάγκες. Η μαζική κουλτούρα επιβάλλεται «εκ των άνω». Κατασκευάζατε ( με τρόπο βιομηχανικό) από τεχνικούς που μισθώνονται από τις επιχειρήσεις (Σεραφετινίδου:2005,379;Σαρίκας:1984,10). Δεν συνιστά τη σημερινή μορφή της «λαϊκής τέχνης», αποτελεί προϊόν θεσμών πολιτισμικής παραγωγής, οργανωμένοι σύμφωνα  με το βιομηχανικό πρότυπο: λειτουργούν λαμβάνοντας υπόψη  τους μηχανισμούς της αγοράς,  και με μοναδικό σκοπό να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους . Τα πολιτιστικά προϊόντα αυτών των θεσμών- οι κινηματογραφικές ταινίες, οι ραδιοφωνικές εκπομπές, τα δημοφιλή τραγούδια και μυθιστορήματα, κτλ- δεν αποτελούν μορφές τέχνης που ενθαρρύνουν την κριτική σκέψη  και  προάγουν την ανθρώπινη ελευθερία. αλλά είναι αποκλειστικά μόνο εμπορεύματα., απλώς μπίζνες και οι δημιουργικοί συντελεστές τους όργανα της εμπορευματοποίησης. ( Πασχαλίδης : 2002 , 89 ; Σεραφετιδίδου : 2005 , 400 ;  ΜακΚουεϊλ : 2003, 123). Το καινούριο     είναι ότι και  «η τέχνη»   παραδέχεται η ίδια ότι είναι εμπόρευμα και εξαρτάται από τις συνθήκες της εμπορευματικής οικονομίας.(Χορκχάιμερ-Αντόρνο:1984,110).
Η μαζικοποίηση της σύγχρονης πολιτιστικής παραγωγής προσδιορίζεται ως ο κύριος παράγοντας εκφυλισμού της τέχνης. (Σεραφετινίδου:2005,384).
 Σύμφωνα με τον Αντόρνο και Χορκχάιμερ, η πολιτιστική βιομηχανία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Δημιουργεί ευχαριστημένους, αλλά αποχαυνωμένους καταναλωτές που δεν έχουν καμιά κριτική ικανότητα. Βασικό στοιχείο της διαδικασίας αυτής είναι η μαζική παραγωγή ψυχαγωγικών προϊόντων . Αυτό μπορεί να προσφέρει στο κοινό την ψευδαίσθηση ότι «ξεφεύγει από την άθλια πραγματικότητα που το περιβάλει» αλλά, στην ουσία, το εμποδίζει να προβάλει οποιοιδήποτε αντίσταση. ¨οι ψευδαισθήσεις που του προσφέρει είναι ικανοποιήσεις» Αντί λοιπόν , για αισθητική εξιδανίκευση, η πολιτισμική βιομηχανία επιβάλει τη διαρκεί ματαίωση των επιθυμιών, προσφέροντάς του ένα παράδεισο πλασμένο «από την ίδια την καθημερινότητα». Σε αντίθεση με την τέχνη που, χάρης την αυτονομία της από οικονομικές σκοπιμότητες, λειτουργεί ως χώρος έκφρασης της κριτικής και της αντίστασης στους κοινωνικούς καταναγκασμούς, χώρος στον οποίο ο άνθρωπος καταφεύγει για να «συλλάβει έναν κόσμο διαφορετικό απ΄ αυτόν στον οποίο ζει» (Πασχαλίδης:2002,100;Σεραφετινίδου2005,385).
  Το βασικό μήνυμα, που προσπαθεί να περάσει στον κόσμο, είναι ότι πρέπει να συμμορφώνεται να καταναλώνει, να δουλεύει σκληρά, εμποδίζοντας τους να αναλάβουν συλλογική δράση. Ο Τοκβίλ σχετικά με το μονοπώλιο της κουλτούρας, έλεγε ότι «η τυραννία αφήνει ελεύθερο το σώμα και επιτίθεται στην ψυχή».  (Χορκχάιμερ-Αντόρνο:1984,84).
Σε αντίθεση με την τέχνη, που αποτελεί μια σφαίρα ελεύθερης έκφρασης του υποκειμένου, η μαζική κουλτούρα προκαλεί την «εξαφάνιση της εσωτερικής ζωής», παραλύει «τη φαντασία, τη σκέψη και τον αυθορμητισμό του καταναλωτής της». (Πασχαλίδης:2002,100).
Το πολιτισμικό προϊόν είναι απόλυτα προβλέψιμο και τυποποιημένο και στερείται οποιουδήποτε αυθεντικού νοήματος. (Smith:2006,90;Σεραφετινίδου:2005,21).    Παράδειγμα είναι ότι «από τη στιγμή που θα αρχίσει ένα φιλμ, ξέρουμε πώς θα τελειώσει και ποιος θα ανταμειφτεί, θα τιμωρηθεί ή θα ξεχασθεί» Την ίδια στιγμή, όμως,  που η μαζική χαρακτηρίζεται από την τάση «αποκλεισμού του καινούριου», είναι αναγκασμένη, για να διατηρήσει το ενδιαφέρον του κοινού, να αναζητά καινοτομίες και καινούρια εφέ. Η χρήση μοτίβων και αμετάβλητων τύπων θεάματος « η κυριαρχία των εφέ» έχει ως σκοπό την χειραγώγηση του κοινού. «Η βία της βιομηχανικής κοινωνίας [….]Οι παραγωγοί της βιομηχανικής κουλτούρας ξέρουν ότι ακόμη και ο σαστισμένος καταναλωτής θα απορροφήσει αμέσως ότι του προσφέρουν». (Χορκχάιμερ-Αντόρνο:1984,75,76).
 Ο άνθρωπος λόγω της καθημερινότητας και των δύσκολων συνθηκών που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητας του είδε τον ελεύθερο χρόνο του ως πραγματικό άσυλο για εφησυχασμό. Αυτή την αδράνεια εκμεταλλεύτηκε η μαζική κουλτούρα, προσφέροντας διασκέδαση, ψυχαγωγία, φυγή από την πραγματικότητα και στην μετάβαση σε έναν φαινομενικά ωραίο κόσμο.( Σαρίκας:1984,23).
 Χρησιμοποιεί «την τέχνη» ώστε να  υπηρετεί τη διασκέδαση όπου η βιομηχανία της κουλτούρας μέσω αυτής ασκεί την επιρροή της (Χορκχάιμερ-Αντόρνο:1984,87).
Τα προϊόντα της διασκέδασης δημιουργούνται με τρόπο, ώστε αυτά να καταναλώνονται από τον θεατή μέσα στον ελεύθερο χρόνο, εύκολα χωρίς πνευματική προσπάθεια, δεν χρειάζεται να σκέπτεται[2].(Χορκχάιμερ-Αντόρνο:1984,88).
 Το «καθαρά αισθητικό συναίσθημα»  δημιουργεί άτομο-υποκείμενο με κρίση, και έπρεπε  να αντικατασταθεί με ένα άτομο - αντικείμενο παθητικό με ελεγχόμενο συναίσθημα. «Η ατομικότητα, ο αληθινός συντελεστής της καλλιτεχνικής δημιουργίας και κρίσης[…] εκφράζει τη δύναμη της αντίστασης». Χορκχάιμερ:1984,67).
Ο Καντ πιστεύει ότι η αισθητική του κάθε ανθρώπου εξαρτάται από την «ανθρώπινη ιδιαιτερότητα» που έχει μέσα του. (Χορκχάιμερ:1984,67).
Η τέχνη επικοινωνούσε με τον άνθρωπο πριν η κουλτούρα αντικατασταθεί από «τις χειραγωγούμενες ηδονές». Ο Ντιούι αναφέρει ότι η τέχνη είναι «η πιο γενική και ελεύθερη μορφή επικοινωνίας» και η επικοινωνία αυτή είναι το αποτέλεσμα και όχι σκοπός του καλλιτεχνικού έργου Χορκχάιμερ:1984,55,67).
Σύμφωνα με την Αρβελέρ κανείς δεν θεωρείται αγράμματος μέσα σε χώρους όπου βρίσκονται έργα τέχνης, διότι οι τέχνες είναι προσιτές στον κάθε άνθρωπο και του δημιουργούν ανάλογα με την προσωπικότητά του εντυπώσεις. (Γλυκατζη-Αρβελέρ:2007,22).
Η «τέχνη» είναι φτιαγμένη για να εξυπηρετεί. Η βιομηχανία της κουλτούρας φτιάχνει τα έργα «τέχνης» όπως τα πολιτικά σλόγκαν και τα επιβάλει, με χαμηλές τιμές, σ ένα διστακτικό κοινό, είναι προσιτά σε όλους. (Χορκχάιμερ-Αντόρνο:1984,113).
Χάρη στην τεχνολογική πρόοδο είμαστε όλο και πιο εύκολα καταναλωτές τέχνης και καλλιτεχνικών βιομηχανικών προϊόντων.(Γλυκατζη-Αρβελέρ:2007,23).
Η Σχολής της Φρανκφούρτης πάνω στο ζήτημα τέχνης και κουλτούρας έκανε έναν  ποιοτικό διαχωρισμό. Διαχώρισε, δηλαδή, τη κουλτούρα σε «υψηλή» και «χαμηλή», σε «θετική» και «αρνητική».   Ο Αντόρνο έκανε λόγο για «βιομηχανία της κουλτούρας» εννοώντας μια μαζική κουλτούρα που χειραγωγείται μέσω μηχανισμών που ελέγχει η πολιτιστική βιομηχανία, επιστρατεύοντας και την τεχνολογία. (Σεραφετινίδου:2005,387).
Η αντίθετη έννοια της μαζικής κουλτούρας είναι η τέχνη.
Παραπάνω αναφέραμε ότι το μαζοάτομο αρέσκεται  και επιθυμεί να είναι ιν. , δηλαδή μιμούμενο να γίνει κάτι που δεν είναι, αλλά κάτι που του προβάλλουν ως πρότυπο.
Που στηρίζεται αυτή η όμως  κατάσταση;
Στηρίζεται σε ένα μηχανισμό, το μηχανισμό των προσομοιώσεων. Το ανθρώπινο υποκείμενο δεν μπορεί να αισθάνεται την ατομικότητά του παρά μονάχα εάν η ατομικότητα του συμφωνεί και εμπλέκεται μέσα σε μια κατάσταση μαζικότητας που το κάνει το ίδιο. Εάν φορέσεις ένα μπλουζάκι της βιτρίνας θα είσαι ίδια με το μοντέλο.
Η μαζοκοινωνία δεν θέλει να αφήσει ελεύθερο χρόνο. Θέλει να δώσει την ψευδαίσθηση του ελευθέρου χρόνου. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ο  εχθρός της μαζικότητας. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ο δημιουργικός χρόνος του ελευθέρου υποκειμένου.
Η Χάνα Άρεντ έλεγε εάν στερήσεις το ανθρώπινο υποκείμενο από τον ελεύθερο χρόνο το έχεις μετατρέψει το υποκείμενο σε κάτι που και τα ζώα δεν είναι.
Έχουμε την ανάδυση μιας μαζοκοινωνίας και ενός μαζοατόμου το οποίο στηρίζεται σε μια σειρά προσομοιώσεων. Πρόκειται για την επιβολή μιας προσομοιώσεων. επιστρατεύοντας μηχανισμούς όπως την βιομηχανία της κουλτούρας. Έτσι που    και εάν προσπαθήσεις  το μαζουποκειμένο να το αποσπάσεις από αυτή -την κατάσταση της προσομοίωσης-  αποδομείται  γιατί η μόνη του ελπίδα είναι η προσομοίωση. Δεν υπάρχει μορφή πεπρωμένου υπάρχει μια μαζική μίμηση της πολυστρωματικότητας που είναι η ανθρώπινη ψυχή και το ανθρώπινο νόημα. Έτσι δημιουργείται αυτό που ονομάζουμε   ψυχανάλυση από την ανάποδη.
Ενώ προσπαθεί η ψυχανάλυση να απελευθερώσει το υποκείμενο από τις στερεοτυπίες του, το αντίθετο η μαζοκοινωνία επιβάλει τις στερεοτυπίες της πάνω στο ανθρώπινο υποκείμενο.
Έτσι το ανθρώπινο υποκείμενο μεταβάλλεται  σε κάτι που δεν μπορεί να υποστηρίξει την υποκειμενικότητα του.
Αυτή η ανάποδη ψυχανάλυση είναι αυτή που κατευθύνει τη σύγχρονη κοινωνία.
Παλεύουμε να δημιουργήσουμε μια κοινωνία, διότι η κοινωνία δεν αντιδρά, διότι είναι μαζοκοινωνία και δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνία δίχως κοινωνική πάλη.
Όσο και εάν προσπαθήσουμε να τη δημιουργήσουμε ,  δεν μπορούμε αφού δεν πρόκειται για κοινωνία πρόκειται για μαζοκοινωνία και η μαζοκοινωνία δεν μπορεί να συμπεριφερθεί ως κοινωνικό σώμα.

3.      Ο κριτικός αντίλογος στις θεωρίες της Σχολής  της Φρανκφούρτης- Σύγχρονες Θεωρίες
 Σε γενικές γραμμές ο Αντόρνο απορρίπτει τη δημοφιλή κουλτούρα, γιατί τη θεωρεί επιπόλαιη, τετριμμένη και βέβαια επικίνδυνη, αφού δημιουργεί ευχαριστημένους καταναλωτές χωρίς ικανότητα για κριτική σκέψη, χρησιμεύει για την παραπλάνηση του κόσμου. Ιδιαίτερα αρνητικός είναι τόσο προς τη μουσική τζαζ όσο και προς τον λαϊκό κινηματογράφο. Αντίθετα βλέπει με πολύ θετικό μάτι την «υψηλή τέχνη», και ιδιαίτερα τις διάφορες καλλιτεχνικές πρωτοπορίες,  γιατί θεωρεί ότι έχουν μεγάλη πνευματική αξία και ενθαρρύνουν το στοχασμό και την κριτική σκέψη. ( Smith:2006, 91).
Στις μέρες μας, βέβαια, οι απόψεις αυτές θεωρούνται λίγο αναχρονιστικές. Αναπτύχτηκαν μελέτες όπου είχαν ως στόχο να επικρίνουν την εμπορική προέλευση της πολιτιστικής «έκπτωσης» και να μιλήσουν για τον καταναλωτή της εργατικής τάξης, της μαζικής κουλτούρας, τον οποίον τον παρουσίαζαν ως θύμα και όχι σαν θύτη. (ΜακΚουεϊλ : 2003, 122).
Η πλουραλιστική προσέγγιση για την μαζική κουλτούρα, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1950  απορρίπτει την έννοια της μαζικής κουλτούρας και προκρίνει την έννοια της «δημοφιλούς κουλτούρας». Οι διαφωνούντες με τους επικριτές της μαζικής κουλτούρας υποστηρίζουν ότι οι απόψεις τους είναι υπερβολικές και δεν βοηθούν να καταλάβουμε το σημερινό κοινονικοπολιτισμικό περιβάλλον ούτε τις δυνατότητες των νέων μέσων πολιτισμικής παραγωγής και επικοινωνίας.   Δίνεται έμφαση στον πολιτισμικό πλουραλισμό της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Απορρίπτουν επίσης την ιδέα ότι οι άνθρωποι  αποτελούν πλέον ένα εύπιστο κοινό, παθητικό, χειραγωγούμενη μάζα, τονίζοντας ότι ο καθένας με τον τρόπο του έχει συνείδηση, κρίση και επιλέγει να καταναλώνει διαφορετικά τα προϊόντα της δημοφιλής κουλτούρας.   
Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Χέρμπερτ Γκανς ο οποίος διαχωρίζει την δημοφιλή κουλτούρα σε πέντε διαφορετικές κουλτούρες,,  που τις αποκαλεί «κουλτούρες γούστου».  (Πασχαλίδης:2002,109).  Η πλουραλιστική προσέγγιση για την μαζική κουλτούρα πρότεινε ουσιαστικά μια κοινωνία  χωρίς συγκρούσεις, στο πλαίσιο ότι ο καθένας καταναλώνει την κουλτούρα που επιλέγει, εκφράζοντας ταυτόχρονα την προσδοκία κάποια μέρα το κοινό να καταναλώνει την κουλτούρα που του αξίζει. Άφηνε ωστόσο αναπάντητα τα ζητήματα που είχαν τεθεί από τη Σχολή της Φρανκφούρτης σχετικά με τη γιγάντωση των πολιτισμικών βιομηχανιών και την προσπάθεια  χειραγώγησης του  κοινού για την κατανάλωση των συγκεκριμένων προϊόντων κουλτούρας. (Πασχαλίδης:2002,110).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 εμφανίζεται μία εναλλακτική προσέγγιση για την μαζική κουλτούρα με κύριους εκπροσώπους τον Ρέημοντ Ουίλλιαμς και τον Ουμπέρτο Έκο. Ο Ουίλλιαμς υποστηρίζει ότι η «υψηλή τέχνη» και η «μαζική κουλτούρα» δεν είναι δύο ανταγωνιστικές έννοιες και δεν αντιστοιχούν σε μια αντιπαράθεση μεταξύ της τέχνης και της διασκέδασης. Ο δεύτερος εκπρόσωπος προτείνει την συστηματική μελέτη των μέσων μαζικής επικοινωνίας,  των καινοτομιών που εισάγουν  και τη δομή των μηνυμάτων τους, στοχεύοντας στην πολιτισμική εξυγίανσή τους.. Με άλλα λόγια θα πρέπει να μελετηθεί ο τρόπος πρόσληψης των μηνυμάτων και το πώς το αντιλαμβάνεται το κοινό. (Πασχαλίδης:2002,112-113; Έκο, 1987: 59).
Καθώς προχωρούσε ο 20ος αιώνας μία νέα προσέγγιση εμφανίστηκε με το όνομα Πολιτισμικές Σπουδές. Η βρετανική σχολή πολιτισμικών σπουδών, που αποτελούν ένα ισχυρό ρεύμα σκέψης στο χώρο της πολιτισμικής θεωρίας, υποστηρίζει με θέρμη την πολιτική αξία της δημοφιλούς κουλτούρας. (Smith:2006,91,244). Τη συνθετική συνεξέταση των διαφορετικών συντελεστών του φαινομένου της δημοφιλούς κουλτούρας, των «πολιτισμικών βιομηχανιών[3]», των προϊόντων τους και του κοινού, με έμφαση τόσο στον υπερκαθορισμό του καθενός από το κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον όσο και στις ποικιλόμορφες αλληλεπιδράσεις τους. (Πασχαλίδης:2002,116).Υποστηρίζει τη αυτονομία της κουλτούρας, την ανάγκη επικοινωνίας και κατανόησης των νοημάτων με την αποκωδικοποίηση των κειμένων και ιδεολογιών. (Smith:2006,256).
 Επίσης προβάλλονται ζητήματα που αφορούν την πολιτιστική ποικιλομορφία και την  παγκόσμια μαζική επικοινωνία που  έχουν μια άμεση ή έμμεση σύνδεση με τη θέση του «πολιτιστικού ιμπεριαλισμού» ή με την πιο περιορισμένη έννοια, του «επικοινωνιακού ιμπεριαλισμού»[4]. (ΜακΚουεϊλ : 2003, 260).

 Τέλος μία πρόσφατη προσέγγιση στη δημοφιλή κουλτούρα δίνει μεγάλη σημασία στον καθορισμό του νοήματος από το κοινό στη διαδικασία της δημιουργικής  πρόσληψης από αυτό.   Ωστόσο πολλοί είναι οι θεωρητικοί που βρίσκουν αυτήν την προσέγγιση προβληματική διότι δίνεται μεγάλη βαρύτητα στη δύναμη ενός δυναμικού κοινού και παραμελείτε ο ρόλος των «πολιτισμικών βιομηχανιών».  ( Σαρρής : 1992, 45 ). Για το λόγο αυτό η προσέγγιση αυτή αποκαλείται «πολιτισμικός λαϊκισμός» . (Πασχαλίδης:2002,116).
Από όσα αναφέραμε διαπιστώνουμε ότι η σύγχρονες  έρευνες - που πραγματοποιήθηκαν για τον τρόπο που προσλαμβάνει το κοινό τα προϊόντα των πολιτιστικών βιομηχανιών, ανάμεσα τους και τη τέχνη, αποδεικνύουν ότι το τελευταίο είναι πιο κριτικό και στοχαστικό από όσο πίστευε ο Αντόρνο.   (Smith:2006,90-91).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Στον 20ου αιώνας που χαρακτηρίζεται ως αιώνας της δημιουργίας και της καταστροφής, σημειώθηκαν κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, οικονομικές  αλλαγές, οι οποίες μετέβαλαν τη κοινωνία των μητροπόλεων του κόσμου , αλλά και των μεγάλων περιφερειών  σε μαζικές κοινωνίες με τα χαρακτηριστικά της μαζικότητας (βιομηχανοποίηση, τεχνολογική ανάπτυξη, εμπορευματοποίηση της παραγωγής, αστικοποίηση των πληθυσμών, κ.λπ.).
Οι κριτικοί θεωρητικοί της Σχολής της Φρανκφούρτης καταφέρθηκαν εναντίον του ρόλου των Πολιτιστικών βιομηχανιών και της  μαζικής κουλτούρας, και στην στράτευση της «τέχνης» για την επίτευξη της χειραγώγησης του κοινού . Δημιούργησαν μηχανισμούς ώστε το υποκείμενο να απωλέσει την υποκειμενικότητά του και η κοινωνία να γίνει μαζοκοινωνία, μία κοινωνία χειραγωγούμενη, χωρίς να μπορεί να αντιδρά και να δημιουργεί.
Υπάρχουν όμως και οι αντίθετες απόψεις, όπου: σύμφωνα με τις πρόσφατες θεωρίες των  διαφωνούντων με τους επικριτές της μαζικής κουλτούρας αναφέρουν ότι οι απόψεις αυτές δεν βοηθούν στη μελέτη και στην κατανόηση συμπεριφοράς, βελτίωσης και τις δυνατότητες των νέων μέσων πολιτισμικής παραγωγής και επικοινωνίας και μάλιστα σε μια εποχή που κυριαρχείται από την ψηφιακή τεχνολογία. 
 

Βιβλιογραφία

Γκαντζιάς Γ.(2005). Πολιτισμική πολιτική και ρύθμιση στην «Ψηφιακή Βιομηχανία των Επικοινωνιών», στο βιβλίο Βερνίκος Ν.,κ.ά. Πολιτιστικές Βιομηχανίες Διαδικασίες, Υπηρεσίες, Αγαθά, εκδ. Κριτική, Αθήνα.
Γλύκατζη-Αρβελέρ Ε. (2007). Πολιτισμός και Ελληνισμός Προσεγγίσεις, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.

Eco U. (1987). Κήνσορες και Θεράποντες, εκδ. Γνώση, Αθήνα.
 Hall S. Gieben B.(2003). Η Διαμόρφωση της Νεωτερικότητας Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική, Πολιτισμός, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα.
 Λέανδρος Ν. (2000). Πολιτική Οικονομία των ΜΜΕ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.

ΜακΚουεϊλ Ν.(2003). Η θεωρία της μαζικής Επικοινωνίας για τον 21ο αιώνα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.

Σαρρής Ν. (1992). Ελληνική κοινωνία και τηλεόραση, εκδ.Γόρδιος Αθήνα.

Smith P. (2006). Πολιτισμική Θεωρία, εκδ. Κριτική Αθήνα.
Σεραφετινίδου Μ. (2005) Κοινωνιολογία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, εκδ.Gutenberg, Αθήνα.
  
 Πασχάλιδης Γ. (2002). Μαζική Κουλτούρα και Υψηλή Τέχνη, στο βιβλίο Πασχαλίδης Γ., κ.ά. Οι Διαστάσεις των Πολιτιστικών φαινομένων Εισαγωγή στον Πολιτισμό Τόμος Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα.

Χορκχάιμερ Μ. Αντόρνο Τ. (1984) Η βιομηχανία της κουλτούρας Ο Διαφωτισμός ως εξαπάτηση των μαζών, στο βιβλίο Αντόρνο Τ. κ.ά., Τέχνη και Μαζική Κουλτούρα,  εκδ. ύψιλον, Αθήνα.

Χορκχάιμερ Μ. (1984) Τέχνη και μαζική κουλτούρα, στο βιβλίο Αντόρνο Τ. κ.ά., Τέχνη και Μαζική Κουλτούρα,  εκδ. ύψιλον, Αθήνα.

Ιστότοποι

(ημερομηνία επίσκεψης 12-11-2014).


(ημερομηνία επίσκεψης 16-11-2014).






[1] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ζούσε ο Αντόρνο   στο χώρο του κινηματογράφου και γενικότερα, της ψυχαγωγίας κυριαρχούσαν εταιρείες, όπως η Metro-Goldwyn-Mayer(MGM), Twentieth Century-Fox  Radio Corporation of America (RCA). (Smith:2006,89).
[2] Το ραδιόφωνο, τηλεόραση, περιοδικά και εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, κινηματογράφος, χρησιμοποιούνται ώστε το κοινό για να αναπληρώνει τον ελεύθερο χρόνο, προορισμένα για προσωπική κατανάλωση,  επιστρατεύοντας  τις ετοιμοπαράδοτες συνταγές της «κοινωνίας της αφθονίας. ( Σαρίκας:1984,10).

(Η Ευρωπαϊκή ένωση δίνει ιδιαίτερη σημασία στη λειτουργία των πολιτιστικών βιομηχανιών. Πρόταση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου για τις πολιτιστικές βιομηχανίες)


[4] Και οι δύο έννοιες προϋποθέτουν μια προσπάθεια να κυριαρχηθεί, να καταπατηθεί ή να υπονομευτή ο «πολιτιστικός χώρος» των άλλων και υποδηλώνουν ένα βαθμό καταναγκασμού/επιβολής.  (ΜακΚουεϊλ : 2003,260-261).

Η ισχύεις των μέσων, η διάδοση των προϊόντων της υπό αμερικανική κυριαρχία πολιτιστικής βιομηχανίας, (π.χ. ο ιμπεριαλισμός του κινηματογράφου, κυρίως των αμερικανικών ταινιών) η αυξανόμενη σημασία της διαφήμισης και μέσω αυτών η ανάδειξη συμβόλων παγκόσμιας εμβέλειας προκαλεί συχνά ανησυχίες και γίνεται αντικείμενο κριτικής. Στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκεται το ερώτημα κατά πόσον η πολιτιστική ποικιλομορφία απειλείται από τη διάδοση του δυτικού πολιτιστικού προτύπου σε παγκόσμια κλίμακα. Η πολιτιστική διεθνοποίηση θέτει σε κίνδυνο, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, τους τοπικούς πολιτισμούς καθώς προωθεί την τυποποίηση των πολιτιστικών προϊόντων και των καταναλωτικών προτύπων. Η εμπορευματοποιημένη και βιομηχανοποιημένη κουλτούρα που ξεκινά από τις πλούσιες χώρες του καπιταλιστικού κέντρου και κατακλύζει όλο τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρει μια εντυπωσιακή αλλά στερεότυπη ψυχαγωγία που θέτει υπό αμφισβήτηση την πολιτιστική ταυτότητα των ασθενέστερων χωρών και κοινωνικών ομάδων. (Λέανδρος:2000,159).