Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μελέτη και η περιοδολόγηση του ελληνικού Μεσοπολέμου δεν μπορεί να ακολουθήσει πιστά τις βασικές κατευθύνσεις που έχουν ακολουθηθεί κατά την εξέταση των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών της περιόδου από τη διεθνή ιστοριογραφία. Oι λόγοι αυτής της ιδιαιτερότητας είναι αρκετοί, αλλά οι κυριότεροι είναι οι παρακάτω: Πρώτον, ο μελετητής της ελληνικής περίπτωσης είναι υποχρεωμένος να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στις διαδικασίες επίλυσης του αγροτικού ζητήματος μέσα από τη διανομή των μεγάλων ιδιοκτησιών γης, η οποία ξεκινά κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου (1914-18) και κλιμακώνεται μετά το 1922, μετά την έλευση των μικρασιατών προσφύγων. Aντίθετα, στις βιομηχανικές χώρες της Eυρώπης τα θέματα της γαιοκτησίας είχαν λυθεί πολλά χρόνια πριν. Δεύτερον, η χρονική τομή αφετηρίας του ελληνικού Μεσοπολέμου δεν είναι το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, το 1918, χρονιά που ορίζεται ως έναρξη της ευρωπαϊκής μεσοπολεμικής περιόδου, αλλά το 1922, καταληκτήριο έτος της ελληνικής πολεμικής προσπάθειας στη Mικρά Aσία και αφετηρία μιας νέας εποχής για την ελληνική οικονομία.
Η περίοδος 1922-27 χαρακτηρίζεται από την αποσταθεροποιητική επίπτωση του προσφυγικού ζητήματος και από τη φθίνουσα πορεία της δραχμής. Αντίθετα, από το 1927 ως το 1932 η χώρα μπαίνει σε πορεία ανόρθωσης και σταθεροποίησης του νομίσματος. Η διεθνής οικονομική κρίση του 1929 αγγίζει λίγα χρόνια αργότερα και την Eλλάδα και οδηγεί την κυβέρνηση Bενιζέλου το 1932 να λάβει μέτρα προστατευτισμού και ενίσχυσης της εγχώριας αγοράς. Από το 1936 ως το 1940 η δικτατορική διακυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά επιτείνει τον κρατικό σχεδιασμό στην οικονομία, ενώ παράλληλα προετοιμάζει στρατιωτικά την Ελλάδα για τη νέα μεγάλη παγκόσμια σύγκρουση που φαινόταν να πλησιάζει απειλητικά.
2.ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ
Οι αρχές του 20ού αιώνα χαρακτηρίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο από μια αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη, τη σύγκλιση των εισοδημάτων των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων και την επίταση των διαδικασιών παγκοσμιοποίησης μεταξύ των εθνικών οικονομιών. Η πτώση του κόστους των μεταφορών, η άνθηση των υπερπόντιων επενδύσεων και το μεγάλο υπερατλαντικό μεταναστευτικό ρεύμα των ευρωπαίων ανέργων αποτελούν βασικά γνωρίσματα και ερμηνευτικά κλειδιά της, από οικονομική σκοπιά, "χρυσής" εκείνης εποχής. Η αισιοδοξία που η υλικοτεχνική πρόοδος ενέπνευσε στο δυτικό άνθρωπο εξατμίστηκε πολύ γρήγορα μετά το 1914. H καταστροφική παράταση μιας σύγκρουσης -που όλοι πίστευαν ότι θα ήταν προσωρινή- άλλαξε ριζικά τη μορφή της Ευρώπης αλλά και του συστήματος των διεθνών σχέσεων.
Οι ευεργετικές προπολεμικές οικονομικές τάσεις πάγωσαν ανάμεσα στους δύο Μεγάλους Πολέμους. Παρά τις προσπάθειες των Ευρωπαίων να επιστρέψουν στην ομαλότητα και στη σταθερότητα που είχαν γνωρίσει πριν από το μοιραίο 1914, οι οικονομίες γίνονταν όλο και πιο ενδοστρεφείς, η κίνηση των κεφαλαίων, των εμπορευμάτων και των ανθρώπων περιορίστηκε και οι τάσεις της παγκοσμιοποίησης αναστέλλονταν. Ο αμερικανός πρόεδρος Ούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson) μάταια αγωνίστηκε να δημιουργήσει μέσα από την Κοινωνία των Εθνών ένα σύστημα παγκόσμιας ασφάλειας που θα έθετε τους πολέμους εκτός νόμου. Πρώτες οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στο ευγενικό αυτό πείραμα, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες το αντιμετώπισαν καιροσκοπικά
3.ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Οι επιπτώσεις του Α' Παγκόσμιου Πολέμου στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και οικονομίες υπήρξαν καταλυτικές. Το 7% του πιο παραγωγικού έμψυχου δυναμικού της Δυτικής Ευρώπης αποσύρθηκε οριστικά από τη διαδικασία της παραγωγής. Επτά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, τα κατά κεφαλή εισοδήματα της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας εμφανίζονταν μικρότερα από ό,τι το 1913. Ως το 1928 το επίπεδο της αγροτικής παραγωγής της Γαλλίας και της Γερμανίας διατηρήθηκε χαμηλότερα από ό,τι υπήρξε πριν από τον πόλεμο. Υπολογίζεται ότι η βιομηχανική παραγωγή της Ευρώπης καθυστέρησε οκτώ χρόνια, ώσπου να βρει τους προπολεμικούς της ρυθμούς ανάπτυξης. Η διαίρεση εξάλλου των αυτοκρατοριών σε πολλά νέα εθνικά κράτη περιόρισε την κίνηση του εμπορίου και των συναλλαγών.
Ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία και κυρίως η προσπάθεια διαχείρισης των πλουτοπαραγωγικών πηγών κατά τη διάρκεια του πολέμου αποσκοπούσαν στην ευόδωση της πολεμικής προσπάθειας. H ίδια πολιτική όμως εξακολούθησε και μετά τη λήξη του. Η ανασυγκρότηση, η ανοικοδόμηση και η αντιμετώπιση της οικονομικής αστάθειας κατέτειναν στην "επανεθνικοποίηση" των δυτικών οικονομιών. Δυο μεγάλες οικονομικές κρίσεις υπονόμευσαν τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες και ενίσχυσαν την εμφάνιση αυταρχικών καθεστώτων. Ένα σημαντικό πρόβλημα του Μεσοπολέμου ήταν ο συνεχώς αυξανόμενος πληθωρισμός. Η ραγδαία άνοδος των τιμών μετά το 1918 οφειλόταν στα μεγάλα ελλείμματα που προκάλεσε ο πόλεμος. Από το 1920 ως το 1923 το γερμανικό μάρκο έχασε τόσο πολύ την αξία του, ώστε οι συναλλαγές γίνονταν συχνά με ανταλλαγή προϊόντων.
Οι ΗΠΑ έγιναν ο μεγάλος πιστωτής των ευρωπαϊκών οικονομιών και η σημαντικότερη πηγή επενδυτικών κεφαλαίων. Δάνειζαν τη Γερμανία για να μπορεί να πληρώσει τις πολεμικές της επανορθώσεις προς τη Γαλλία και την Αγγλία και αυτές με τη σειρά τους κατέβαλαν στην Αμερική τους τόκους των πολεμικών τους δανείων. Έτσι, ενώ η Αγγλία στη δεκαετία του 1920 γνώριζε την ανεργία και τη μείωση της παραγωγής, οι ΗΠΑ απολάμβαναν μια οικονομική άνοδο χωρίς προηγούμενο. Η ραγδαία αυτή άνοδος όμως έφερνε μέσα της τους σπόρους της απότομης πτώσης.
Από το 1925 ως το 1930 η Ευρώπη φάνηκε να βρίσκει πάλι το προπολεμικό της οικονομικό επίπεδο, καθώς αυξανόταν ο όγκος του εμπορίου και της παραγωγής. Πίσω όμως από αυτή την αισιόδοξη εικόνα κρυβόταν το πρόβλημα της πτώσης των τιμών στα γεωργικά προϊόντα. Οι προσπάθειες των αγροτών να αποκαταστήσουν τα εισοδήματά τους αυξάνοντας την παραγωγή προκάλεσε μεγάλα αποθέματα σταριού, καφέ, ζάχαρης και άλλων γεωργικών προϊόντων πολλά από τα οποία προέρχονταν από χώρες του τρίτου κόσμου. Aποτέλεσμα της αυξημένης παραγωγής ήταν η διαρκής πτώση της τιμής τους. Η πτώση των αγροτικών εισοδημάτων έπληξε άμεσα και την αγορά των βιομηχανικών αγαθών. H μεγάλη οικονομική κρίση είχε ήδη ξεκινήσει.
4.Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 1929
Η 29η Οκτωβρίου 1929 έμεινε γνωστή ως μαύρη μέρα του αμερικανικού χρηματιστηρίου. Η μεγάλη ανάπτυξη της οικονομίας είχε ευνοήσει τη ζήτηση των μετοχών, σε σημείο που η τιμή τους να φτάσει γρήγορα σε επίπεδα που προκαλούσαν τη δυσπιστία των κατόχων και των αγοραστών. Η δυσπιστία εκδηλώθηκε με αθρόες πωλήσεις και εξελίχτηκε μέσα σε λίγες μέρες σε πανικό. Η κάθετη πτώση των αξιών κατέστρεψε τους μικρούς αποταμιευτές και στέρησε τις επιχειρήσεις από κεφάλαια που ήταν απαραίτητα για την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Ως το τέλος του 1930 ο αριθμός των αμερικανών ανέργων ξεπέρασε τα 6 εκατομμύρια. Ο αντίκτυπος της αμερικανικής χρηματιστηριακής κρίσης στην Ευρώπη ήταν άμεσος. Έγινε ανάκληση των αμερικανικών κεφαλαίων που είχαν επενδυθεί στη γηραιά ήπειρο και έκλεισαν οι αγορές των ΗΠΑ για τα ευρωπαϊκά προϊόντα. Η μειωμένη κίνηση του εμπορίου επιδεινώθηκε, όταν διάφορα κράτη καθιέρωσαν δασμούς για να προστατέψουν την εγχώρια παραγωγή τους από τον ξένο ανταγωνισμό. Η εξάρτηση της Γερμανίας από τη χρηματοδότηση των ΗΠΑ έκανε την ηττημένη του πολέμου ιδιαίτερα ευάλωτη στην κρίση. Το 1932 το μισό περίπου εργατικό δυναμικό της χώρας αυτής βρέθηκε χωρίς εργασία.
Από το τέλμα της ύφεσης έβγαλε την Αμερική η κυβέρνηση του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, που ανέλαβε την εξουσία το 1933. Ακολουθώντας τη στρατηγική που πρότεινε ο βρετανός οικονομολόγος, Τζον Μέιναρτιν Κέυνς, ο πρόεδρος των ΗΠΑ επιστράτευσε τις δυνατότητες της κρατικής μηχανής για να αναζωογονήσει την ακινητοποιημένη οικονομία. Τεράστια σε κλίμακα δημόσια έργα δημιούργησαν χιλιάδες θέσεις εργασίας, ώστε να κυκλοφορήσει και πάλι το χρήμα στην αγορά και να ζωντανέψει ο κύκλος της ζήτησης και της προσφοράς αγαθών. Η χωρίς προηγούμενο επέμβαση του κράτους στον ιδιωτικό τομέα στη μητρόπολη της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς αποτέλεσε υπόδειγμα και για την Ευρώπη, στην οποία έτσι και αλλιώς ο ρόλος του κράτους δεν έπαψε ποτέ να είναι σημαντικός. Η πολιτική του κρατικού σχεδιασμού και της μέριμνας αποτέλεσε κανόνα για τον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο.
5.ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
H περίοδος του Mεσοπολέμου είναι ιδιαίτερα σημαντική για την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης της Eλλάδας. H δεκάχρονη πολεμική προσπάθεια και η άφιξη των προσφύγων μετά την Mικρασιατική Kαταστροφή είναι δύο από τους κυριότερους παράγοντες που διαμόρφωσαν τους όρους των οικονομικών εξελίξεων σ' αυτή την περίοδο. H Aγροτική Mεταρρύθμιση, η διανομή δηλαδή των μεγάλων ιδιοκτησιών της Θεσσαλίας και των Nέων Χωρών σε ακτήμονες αγρότες, είχε αποτέλεσει αίτημα συνδεδεμένο με τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό των αρχών του αιώνα, ενώ θεσπίστηκε στην περίοδο του Eθνικού Διχασμού από την επαναστατική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, χωρίς ωστόσο να υλοποιηθεί ουσιαστικά. Tελικά, και υπό την πίεση της αποκατάστασης των προσφύγων, η διανομή των γαιών άρχισε να εφαρμόζεται. H εγκατάσταση προσφύγων στα μεγάλα αστικά κέντρα επέδρασε και με έναν άλλο τρόπο στις οικονομικές διεργασίες της περιόδου. Συντέλεσε στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, στο βαθμό που αποτέλεσαν διαθέσιμο εργατικό δυναμικό χαμηλού κόστους. Oι θετικές οικονομικές εξελίξεις σε όλους του τομείς της παραγωγής, αποτέλεσμα της σταθεροποίησης του νομίσματος και της πολιτικής της κυβέρνησης Bενιζέλου στην περίοδο 1928-32, αναστέλλονται εξαιτίας των επιδράσεων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929. Όπως συνέβη στην περίπτωση των H.Π.A. και των δυτικοευρωπαϊκών χωρών έτσι και στην Eλλάδα η κρατική παρέμβαση και ο προστατευτισμός οδήγησαν σε μια σταδιακή οικονομική ανάκαμψη. H πορεία αυτή ανακόπηκε εξαιτίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
6.ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πριν αρχίσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ο αγροτικός τομέας απασχολούσε το 65% περίπου του πληθυσμού της Ελλάδας. Η χαμηλή όμως αποδοτικότητα της γεωργίας και οι μακροχρόνιες κρίσεις στη διάθεση του προϊόντος των μονοκαλλιεργειών, κυρίως της σταφίδας που παραγόταν στις βορειοδυτικές επαρχίες της Πελοποννήσου, ώθησαν σημαντικό τμήμα του ενεργού πληθυσμού σε μετανάστευση. Το 1914 οι μεγάλες ιδιοκτησίες γης στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας (Θεσσαλία, Nέες Xώρες) αντιπροσώπευαν το 33-35% του συνόλου της καλλιεργήσιμης γης. Oι ιδιοκτήτες των μεγάλων αυτών ιδιοκτησιών, οι "τσιφλικούχοι", είχαν τη δυνατότητα να επιβάλουν τη διατήρηση υψηλών δασμών στα εισαγόμενα σιτηρά, κάνοντας χρήση βεβαίως των προσβάσεών τους στην πολιτική εξουσία. Έτσι, η τιμή του ψωμιού στις πόλεις ανέβαινε, αντί να κατέβει όπως υπολογιζόταν αρχικά κατά την περίοδο της ενσωμάτωσης στο ελληνικό κράτος των κατεξοχήν σιτοπαραγωγικών περιοχών της Θεσσαλίας και αργότερα της Mακεδονίας. Η συγκεκριμένη δασμολογική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα να συμμαχήσουν οι αστικοί πληθυσμοί με τους ακτήμονες αγρότες, πιέζοντας το κράτος να προχωρήσει σε ανακατανομή της γης.
Ο αποφασιστικός όμως παράγοντας για την επίλυση του μεγάλου αυτού κοινωνικού προβλήματος στάθηκε το ρεύμα των προσφύγων. Ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων από διάφορες περιοχές εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους άρχισε να φτάνει στην Ελλάδα από την πρώτη δεκαετία του αιώνα, αποτέλεσμα τόσο των πολεμικών συγκρούσεων όσο και της εχθρικής στάσης των εμπολέμων για τους ομογενείς των αντιπάλων τους. H τάση να αυξάνεται ο αριθμός των προσφύγων θα κλιμακωθεί σταδιακά και θα φτάσει στο ακραίο του σημείο με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923-24).
7.ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος δημιούργησε συνθήκες προστατευτισμού στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα λόγω της διακοπής του διεθνούς εμπορίου και της επιβολής του συμμαχικού αποκλεισμού το 1916-17. Το αποτέλεσμα ήταν η κατακόρυφη άνοδος των τιμών και στα εγχώρια αγροτικά προϊόντα όπως επίσης και η αύξηση του όγκου της αγροτικής παραγωγής. Παράλληλα, η κυβέρνηση Eθνικής Aμύνης της Θεσσαλονίκης, προσπαθώντας να ισχυροποιηθεί στο εσωτερικό μέτωπο παίρνοντας με το μέρος της ακτήμονες αγρότες, εφάρμοσε στις 20 Mαΐου 1917 μέτρα Aγροτικής Mεταρρύθμισης, απαλλοτριώνοντας μεγάλα τσιφλίκια. Tα μέτρα αυτά όμως εφαρμόστηκαν ουσιαστικά από την κυβέρνηση της "Eπαναστάσεως του 1922". Έτσι, ενώ το 1918 απαλλοτριώθηκε μόνο ένα τσιφλίκι και 63 το 1920, από το 1923 ως το 1925 απαλλοτριώθηκαν 1.203. Ως την ολοκλήρωση των διαδικασιών της Mεταρρύθμισης διανεμήθηκαν 8.311.723 στρέμματα ιδιόκτητης γης σε 600.000 περίπου πρόσφυγες. Η κατάργηση των μεγάλων γαιοκτησιών μείωσε σημαντικά την τοκογλυφία ως κύρια πηγή αγροτικών πιστώσεων, έτσι ώστε το ρόλο αυτό να αναλάβει από το 1923 κυρίως η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Από το 1923 σημειώνεται πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, ώστε οι νέοι ιδιοκτήτες γης να καταβάλουν εντατικές προσπάθειες για να αυξήσουν την παραγωγή, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ποικίλες οικονομικές τους υποχρεώσεις. Ιδιαίτερα αισθητή, χάρη στους πρόσφυγες, υπήρξε η βελτίωση και η αύξηση της παραγωγής καπνού. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις από 12.883.150 στρέμματα (ετήσιος μέσος όρος της περιόδου 1914-22) έφτασαν τα 14.903.190 (μέσος όρος της περιόδου 1923-28). Η παραγωγή του σταριού αυξήθηκε συνολικά κατά 25%.
8.ΜΕΤΑ ΤΟ 1922
Η διανομή των μεγάλων ιδιοκτησιών δεν έλυσε το βιοποριστικό πρόβλημα των αγροτών. Η απότομη αύξηση του πληθυσμού στα Βαλκάνια (που οφειλόταν στις ευεργεσίες της ιατρικής επιστήμης που έφταναν με καθυστέρηση στην περιοχή) εξόγκωνε συνεχώς τις τάξεις των υποαπασχολούμενων και των άεργων στον πρωτογενή τομέα της παραγωγής. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου παρατηρείται στην ελληνική ύπαιθρο η ύπαρξη πλεονάζοντος αγροτικού πληθυσμού, που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απορροφηθεί στην αγροτική παραγωγή μέσα από τις υπάρχουσες τότε οικονομικές και κοινωνικές δομές.
Στην Ελλάδα, με 1,93% μέσο όρο ετήσιας αύξησης του πληθυσμού κατά το Μεσοπόλεμο, το 50,3% του αγροτικού πληθυσμού δε συμμετείχε στην παραγωγική διαδικασία, ενώ στη Γιουγκοσλαβία με 1,43% μέσο όρο πληθυσμιακής αύξησης το ποσοστό μη συμμετοχής των αγροτών έφτανε το 61,5%. Καθώς τα μέλη των αγροτικών οικογενειών πολλαπλασιάζονταν, η γη μοιραζόταν διαρκώς σε όλο και μικρότερους κλήρους. Η χαμηλή αποδοτικότητα των κλήρων, που οφειλόταν στην αδυναμία των μικροϊδιοκτητών να καλύψουν τα έξοδα εκσυγχρονισμού των καλλιεργητικών τους μέσων, επιδεινώθηκε από την αδιάκοπη κατάτμηση της γης. Παράλληλα, η εξαγωγή των αγροτικών προϊόντων δυσχεραινόταν από τους προστατευτικούς δασμούς που οι ευρωπαϊκές χώρες επέβαλαν στα εισαγόμενα είδη. Eξάλλου, οι μεγάλες χώρες που δέσποζαν στις εξαγωγές δημητριακών, ήταν ασυναγώνιστες στη διεθνή αγορά. Αν στις δυσχέρειες αυτές προστεθεί η επιβάρυνση από τους έμμεσους φόρους, η έλλειψη επαρκών πιστωτικών οργανισμών για τους αγρότες, η απουσία κοινωνικής ασφάλισης και τέλος η αδυναμία μετανάστευσης στην Αμερική, καθώς η χώρα εκείνη είχε περιορίσει αποφασιστικά την είσοδο των μεταναστών, γίνεται φανερή η δεινή θέση του πληθυσμού της υπαίθρου.
9.ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ
Το κράτος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της γεωργίας με τη δημιουργία κινήτρων προς τους αγρότες αλλά και με μια γενναιόδωρη πιστωτική πολιτική. Eκείνο όμως που χαρακτήρισε την κρατική πολιτική της μεταπολεμικής περιόδου ήταν η ολοκλήρωση της Aγροτικής Mεταρρύθμισης μέσω των απαλλοτριώσεων. Oι ιδιοκτήτες αποζημιώθηκαν με ομολογίες που καλύπτονταν από το δημόσιο ταμείο με ετήσιο επιτόκιο 6%. Η κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας είχε ως αποτέλεσμα οι καλλιεργητές να εξαρτώνται πια από τους αστικούς πιστωτικούς οργανισμούς, δηλαδή τις τράπεζες και όχι τις τοκογλυφικές πιστωτικές υπηρεσίες των τσιφλικούχων.
Γεωργικές πιστώσεις από την Εθνική Τράπεζα
Χρόνος ----- Σύνολο σε εκατομμύρια δραχμές
1923 ----- 220,0
1925 ----- 932,0
1926 ----- 723,8
1927 ----- 1.144,4
Οι οφειλές των αποκατασταθέντων αγροτών προς το δημόσιο, καθώς και η αποφασιστική κρατική παρουσία στους οργανισμούς, οι οποίοι πιστοδοτούσαν τους αγρότες, διεύρυναν σημαντικά τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους. Από το 1922 αρχίζουν να ιδρύονται δημόσιοι οργανισμοί για τη διοχέτευση των αγροτικών προϊόντων στις ελεύθερες αγορές. Tο 1925 ιδρύεται ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (A.Σ.O.). O A.Σ.O. υπήρξε κράμα τριτοβάθμιας συνεταιριστικής οργάνωσης και εταιρικής ένωσης του τύπου των καρτέλ με νομική μορφή δημοσίου προσώπου κοινωφελούς σκοπού. Σκοποί του υπήρξαν η εξισορρόπηση της προσφοράς προς τη ζήτηση της κορινθιακής σταφίδας "δια αγοράς ή παρακρατήσεως του πλεονάσματος", η διαφήμιση του προϊόντος και η εμπορική του αξιοποίηση και προώθηση. O A.Σ.O. ασφάλιζε το προϊόν του συνεταιρισμού και φρόντιζε ακόμα για την οινοποίηση της χλωρής σταφίδας.
10.ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑ
Το 1923 ήταν ένας χρόνος δοκιμασίας για την οικονομική ζωή της χώρας, καθώς η γεωργική και η βιομηχανική παραγωγή είχαν ελαττωθεί σημαντικά. H ναυτιλία περνούσε κρίση, το κόστος της ζωής ανέβαινε, οι εισαγωγές αυξάνονταν και μαζί τους αυξανόταν το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Ωστόσο, στην ίδια περίοδο εντοπίζονται παράγοντες που ευνοούσαν μια ιδιότυπη βιομηχανική ανάπτυξη, η οποία είχε ήδη ωφεληθεί από τις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιούργησε ο πρώτος Μεγάλος Πόλεμος. Σε αυτούς συγκαταλέγονται το φτηνό εργατικό δυναμικό που προσέφερε ο ερχομός των προσφύγων, σε συνδυασμό βεβαίως με τον αποκλεισμό της μεταναστευτικής διεξόδου προς τις Hνωμένες Πολιτείες, η συγκέντρωση και επένδυση κεφαλαίων από ομογενείς των ελληνικών παροικίων του εξωτερικού (τάση που είχε αρχίσει να σημειώνεται από την προπολεμική περίοδο) και τέλος ο, έστω και διστακτικά, παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία
11.ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Από τον Αύγουστο του 1922 ως την υπογραφή της συμφωνίας για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, τον Ιανουάριο του 1923, είχαν ήδη φτάσει στην Ελλάδα 900.000 περίπου πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνουν όσους κατέφυγαν σε ευρωπαϊκές χώρες ή στην Αμερική, το σύνολο των ατόμων που άλλαξαν τόπο ως το Δεκέμβριο του 1924 ήταν: 1.220.000 Έλληνες και 45.000 Αρμένιοι που ήρθαν στην Ελλάδα, 518.146 μουσουλμάνοι που πήγαν στην Τουρκία και 92.000 Βούλγαροι στη Βουλγαρία.
Η περίθαλψη των προσφύγων αντιμετωπίστηκε αρχικά με πόρους του ελληνικού κράτους, με τις υπηρεσίες διάφορων ιδιωτικών οργανώσεων και με τη βοήθεια του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού (ως τον Ιούνιο του 1923). Ωστόσο, η έκταση των προσφυγικών αναγκών ήταν τέτοια, ώστε χρειάστηκε η μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου να εξασφαλιστεί εξωτερική πίστωση για τη χρηματοδότηση του ηράκλειου έργου της αποκατάστασης. Το 1924, ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις, συνάφθηκε δάνειο με ονομαστικό κεφάλαιο 12.300.000 λιρών Αγγλίας, τιμή εκδόσεως 88%, ονομαστικό τόκο 7% και πραγματικό 8,6%. Αν και οι όροι δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί για την Ελλάδα, οι πιεστικές ανάγκες των προσφύγων δεν επέτρεπαν δισταγμούς και αναβολές στην αποδοχή του δανείου.
Ε.Α.Π.
Η διαχείριση του δανείου που πήρε η Eλλάδα για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος ανατέθηκε στην Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π.), αυτόνομο οργανισμό που ιδρύθηκε βάσει του πρωτοκόλλου της 28ης Σεπτεμβρίου 1923 της Γενεύης. Τη διοίκηση της Ε.Α.Π. ανέλαβαν δύο Έλληνες, διορισμένοι από την ελληνική κυβέρνηση, και δύο ξένοι (ο ένας υποχρεωτικά Αμερικανός), διορισμένοι από την Κ.Τ.Ε. Πρώτος πρόεδρος της Επιτροπής ορίστηκε ο Χένρυ Μόργκενταου (μέλος του Συμβουλίου του ιδρύματος Περιθάλψεως της Μέσης Ανατολής, πρώην πρεσβευτής των Η.Π.Α. στην Κωνσταντινούπολη) και μέλη: ο εκπρόσωπος της Τράπεζας της Αγγλίας Τζον Κάμπελ και οι Στέφανος Δέλτας και Περικλής Αργυρόπουλος.
Στην Ε.Α.Π. το ελληνικό δημόσιο παραχώρησε εκτάσεις 5.000.000 στρεμμάτων, αξίας 13.000.000 περίπου λιρών για να πραγματοποιήσει το έργο της αποκατάστασης. Οι εκτάσεις αυτές προέρχονταν από τις ακόλουθες πηγές: 1) από τις δημόσιες γαίες, 2) από τις απαλλοτριώσεις και επιτάξεις ιδιωτικών γαιών βάσει και της αγροτικής μεταρρύθμισης και 3) από τις ιδιοκτησίες των μουσουλμάνων που πήγαν στην Τουρκία
12.Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Από τους 1.220.000 πρόσφυγες (το 53% είχε αστική προέλευση, ενώ το 47% αγροτική) 579.000 εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο και 653.000 σε αστικά κέντρα. Στη Μακεδονία εγκαταστάθηκαν 638.253 (από αυτούς 446.094 σε αγροτικές περιοχές), στη Δυτική Θράκη 107.607 (72.00 σε αγροτικές περιοχές), στα νησιά του Αιγαίου 56.613, στην Κρήτη 33.900, στην Ήπειρο 8.179 και στην Παλαιά Ελλάδα 377.297, από τους οποίους 343.721 σε αστικά κέντρα. Για να ενισχυθούν οι προσφυγικές οικογένειες της υπαίθρου, η E.A.Π. και η κυβέρνηση διένειμαν πάνω από 245.000 ζώα και μεγάλες ποσότητες γεωργικών εργαλείων. Τα 2/3 των εξόδων της Eπιτροπής δαπανήθηκαν στη Μακεδονία με αποτέλεσμα να αναζωογονηθεί το τμήμα αυτό της Ελλάδος σε τέτοιο βαθμό, ώστε, σύμφωνα με τις εντυπώσεις του εκπροσώπου της Tράπεζας της Aγγλίας στην E.A.Π. Κάμπελ το 1930, δυσκολευόταν κανείς να αναγνωρίσει τον έρημο τόπο του 1923 "εκεί που προηγουμένως έβλεπες τεράστιες ακαλλιέργητες εκτάσεις υπάρχουν σήμερα χωριά που ανθούν, γεμάτα ζωή και με φανερά τα σημάδια της άνεσης και σε μερικές περιπτώσεις της ευμάρειας [...] Τα αποτελέσματα αυτά οφείλονται κυρίως στο θάρρος, την ενεργητικότητα, την εργατικότητα και τη δεκτικότητα σε νέες ιδέες που χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία των προσφύγων".
Ωστόσο, αν η εγκατάσταση των προσφύγων σε αγροτικές περιοχές, που αποτέλεσε και το κύριο έργο της Ε.Α.Π. και απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος των πόρων που διέθετε, πραγματοποιήθηκε με αρκετή επιτυχία, η εγκατάσταση στα αστικά κέντρα παρουσίασε μεγαλύτερες δυσχέρειες. Όταν η Επιτροπή άρχισε να λειτουργεί, η κυβέρνηση είχε ήδη προωθήσει ένα σχέδιο εγκατάστασης στα ακραία σημεία των πόλεων. Το μεγάλο ποσοστό των νεοαφιχθέντων είχε άλλωστε καταλάβει κοινόχρηστους χώρους, θέατρα, σχολεία, εκκλησίες και αποθήκες. Η μόνιμη εγκατάστασή τους κοντά στο χώρο της εργασίας τους αποτέλεσε κύριο μέλημα της κυβέρνησης. H έλλειψη στέγης, που υπήρχε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και πριν από την Καταστροφή, επιδεινώθηκε μετά το 1923. Το 1924 η πρωτεύουσα, με πληθυσμό διπλάσιο σχεδόν από ό,τι είχε το 1918 (περίπου μισό εκατομμύριο), χρειαζόταν 15.000 πρόσθετες κατοικίες, παρά το γεγονός ότι το κράτος είχε κατασκευάσει 9.000 κατοικίες ειδικά για τους πρόσφυγες. Στη Θεσσαλονίκη το στεγαστικό πρόβλημα ήταν οξύτερο, καθώς η πόλη είχε πληγεί το 1917 από την καταστροφική πυρκαϊά. Η εγκατάσταση στα αστικά κέντρα στοίχισε στην Ε.Α.Π. το 1\5 από ό,τι οι αγροτικές εγκαταστάσεις. Ως το τέλος του 1929 η επιτροπή είχε χτίσει 27.000 περίπου κατοικίες σε 125 νέους συνοικισμούς και το κράτος 25.000 κατοικίες, χωρίς να έχει λυθεί το πρόβλημα της άθλιας διαβίωσης σε αυτοσχέδιες παράγκες 30.000 περίπου προσφυγικών οικογενειών. Στα υλικά προβλήματα, που η ζωή στις πόλεις δημιουργούσε για τους νεοφερμένους, πρέπει να προστεθούν οι δυσκολίες συμβίωσης και ενίοτε η ένταση στις σχέσεις των προσφύγων με τους αυτόχθονες
13.Η Δ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
Το προσφυγικό ζήτημα απασχόλησε τις συνεδριάσεις της Δ' Εθνοσυνέλευσης περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Το νομοσχέδιο "περί αποκτήσεως ελληνικής ιθαγενείας υπό των εις την αλλοδαπήν προσφυγόντων Ελλήνων το γένος εκ της Μικράς Ασίας και Θράκης" ψηφίστηκε στο σύνολό του στις 2 Ιουλίου 1924. Το "περί διαθέσεως αστικών κτημάτων ανηκόντων εις ανταλλασσομένους μουσουλμάνους πόλεως Θεσσαλονίκης" ψηφίστηκε στις 8 Ιουλίου. Το "περί εγγραφής εις τους εκλογικούς καταλόγους των εκ Τουρκίας εις Ελλάδα καταφυγόντων προσφύγων" στις 17 Ιουλίου. Το "περί παραχωρήσεως γηπέδου του δημοσίου επί της πειραϊκής χερσονήσου προς εγκατάστασιν συνοικισμού προσφύγων" στις 10 Ιουλίου. Το "περί απαλλαγής των προσφύγων εκ του τέλους αδείας εξασκήσεως επιτηδεύματος δια το οικονομικός έτος 1924 -25" στις 14 Ιουλίου. Το "περί διορισμού των δικηγόρων των εκ Βουλγαρίας μεταναστευόντων ομογενών πτυχιούχων της νομικής" στις 17 Ιουλίου.
Στις 12 και 17 Ιουλίου, στις 17 Νοέμβριου 1924, στις 3 Απριλίου και στις 3 Ιουνίου 1925 ψηφίστηκαν περίπου 10 νομοσχέδια, που είχαν σχέση με την κύρωση συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας για τη χορήγηση δανείων που θα χρηματοδοτούσαν αποζημιώσεις απαλλοτριώσεων αγροτικών και αστικών κτημάτων, μικροεπαγγελματίες πρόσφυγες οργανωμένους σε ομάδες, καθώς και αστικούς συνεταιρισμούς μικροβιομηχάνων και χειροτεχνών, την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, τέλος την κύρωση συμβάσεων του Δημοσίου με την Εθνική Τράπεζα, σύμφωνα με τις οποίες το Δημόσιο γινόταν εγγυητής, ώστε να δοθούν στους πρόσφυγες μεγάλα αγροτικά δάνεια.
Στη συνεδρίαση της Βουλής της 10ης Νοεμβρίου 1924 έγινε λόγος για "τας ατυχείς και θλιβερωτάτας σκηνάς, αίτινες έλαβον χώραν ... εις διαφόρους προσφυγικούς συνοικισμούς ..." και συζήτηση "επί των συρράξεων μεταξύ προσφύγων και εντοπίων". Η συζήτηση συνεχίστηκε στις 12 Νοεμβρίου. Με ιδιαίτερη ένταση εμφανίστηκε πάλι το προσφυγικό στη συνεδρίαση της 8ης Απριλίου 1925, ενώ στις 11 Απριλίου ο πληρεξούσιος Λ. Ιασωνίδης δήλωσε ότι "η ανεξάρτητος προσφυγική ομάς φερούσα την μέχρι σήμερον πολιτικήν της κυβερνήσεως ανεπαρκή δια την εξυπηρέτησιν των προσφυγικών ζητημάτων εκφράζει προς αυτήν της δυσπιστίαν της". Το θέμα αυτό απασχόλησε τη Βουλή και κατά τις συνεδριάσεις της 23η, 25ης, 26ης και της 29ης Μαΐου 1925
14.ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
H διαρκής πολεμική προσπάθεια από το 1912 ως το 1922 επιδείνωσε τα δημόσια οικονομικά της Eλλάδας. Aπό τα τέλη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου η νομισματική κατάσταση της χώρας στηριζόταν σ' ένα μεγάλο βαθμό στην προσδοκία για καταβολή των λεγόμενων "Συμμαχικών Πιστώσεων". Στη βάση αυτών, που θα καταβάλλονταν ούτως ή άλλως μετά το τέλος του πολέμου, εκδόθηκε χαρτονόμισμα και ασκήθηκε δημοσιονομική πολιτική. Παρόλα αυτά μόνο ένα μικρό μέρος αυτών των πιστώσεων καταβλήθηκαν στο ελληνικό κράτος από τους συμμάχους και μάλιστα πριν την κυβερνητική αλλαγή του 1920. H εκλογική ήττα των βενιζελικών και ιδίως η επιστροφή στο θρόνο του Kωνσταντίνου επέδρασαν στην παύση της καταβολής των Συμμαχικών Πιστώσεων. Έτσι, η συνέχιση και επέκταση των πολεμικών επιχειρήσεων στη Mικρά Aσία έγιναν με αποκλειστική επιβάρυνση του ελληνικού κράτους. H κατάσταση αυτή εξάντλησε όλα τα συναλλαγματικά αποθέματα της Eλλάδας και οδήγησε στην επιβολή του αναγκαστικού δανείου του 1922. H υποχώρηση του στρατού από το μικρασιαστικό μέτωπο, η Kαταστροφή και η άφιξη των προσφύγων αύξησε υπέρμετρα τις υποχρεώσεις ενός δημόσιου ταμείου ήδη εξαντλημένου και αποδιοργανωμένου. H πολιτική αστάθεια και τα οικονομικά αδιέξοδα συνέτειναν στην κατακόρυφη πτώση της αξίας της δραχμής και στην περαιτέρω χειροτέρευση των οικονομικών δεικτών. H επιβολή του νέου αναγκαστικού δανείου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πάγκαλου αναδεικνύει τη σοβαρότητα των οικονομικών προβλημάτων της χώρας. H έξοδος από το φαύλο κύκλο της νομισματικής κρίσης δεν πρόκειται να έρθει παρά με την οικονομική πολιτική της οικουμενικής κυβέρνησης, η οποία με υπουργό το Γ. Kαφαντάρη επιτυγχάνει τη σταθεροποίηση του νομίσματος
15.ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
Oι δημόσιες δαπάνες μετά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο αυξήθηκαν κατακόρυφα. Έτσι, ενώ το 1914 δεν ξεπερνούσαν τις 624.793.533 δραχμές, το 1924 έφτασαν τις 5.514.907 δραχμές. Ο αριθμός των δημόσιων υπαλλήλων εξάλλου διπλασιάστηκε μέσα σε διάστημα 10 ετών. Από 37.660 το 1915 σε 72.610 το 1924, ενώ το σύνολο των αποδοχών τους από 72.728.855 δραχμές το 1915 έφτασε στις 1.444.669.701 δραχμές το 1924. Bεβαίως οι μισθοδοτικές αυξήσεις υπολείπονταν της ανόδου των τιμών, καθώς η δραχμή έχασε 12 1/2 φορές την αξία της από το 1915 ως το 1925. Οι φόροι διπλασιάστηκαν μέσα στο διάστημα της δεκαετίας αυτής. Όπως παρατηρεί ο Α. Ανδρεάδης, "Αν λάβωμεν τον φόρον κατά κεφαλήν: 215 εκατομμύρια κατανεμόμενα εις 4.900.000 κατοίκους (1915) δίδουσι 43 δρχ. κατά κεφαλήν, τα 6.044 κατανεμόμενα εις 6.300.000 (1925) δίδουσιν 927. Εν άλλαις λέξεσιν, ενώ το νόμισμα δεν υπετιμήθη ή κατά 12 1/2 φορές, ο κατά κεφαλήν φόρος ηύξησε κατά 21 1/2 , ήτοι κατ' αναλογίαν σχεδόν διπλασίως".
Το κόστος της Μικρασιατικής Εκστρατείας αντιμετωπίστηκε κυρίως με εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο. Τον Απρίλιο του 1922 η κυβέρνηση διχοτόμησε τα χαρτονομίσματα μετατρέποντας το 50% της αξίας τους σε ομολογίες κρατικού δανείου με 6,5% επιτόκιο. Από το αναγκαστικό αυτό δάνειο, που δε θα ήταν και το τελευταίο του είδους, εξοικονομήθηκαν 950.000.000 δραχμές και μαζί με την κυκλοφορία νέου χαρτονομίσματος, συνολικά 1.500.000 δραχμές.
16. 1922-23
Μετά τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής η τακτική του εσωτερικού δανεισμού με νέες εκδόσεις τραπεζογραμματίων (χαρτονομισμάτων) της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ) διευρύνθηκε. Η κυβέρνηση της "Επανάστασης του 1922" (Πλαστήρας-Γονατάς) υπέγραψε στις 29 Οκτωβρίου 1922 σύμβαση με την ΕΤΕ αυξάνοντας την κυκλοφορία του χαρτονομίσματος κατά 600.000.000 δραχμές. Η πρόσθετη κυκλοφορία χρησιμοποίησε ως κάλυμμα ομολογίες εθνικών δανείων και είχε ως συνέπεια να αυξηθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, αφού δε συνοδεύτηκε από ανάλογα φορολογικά μέτρα.
Η τιμή της στερλίνας από 284 δραχμές τον Οκτώβριο του 1922 έφτασε τις 410 ένα μήνα αργότερα. Η κάθετη πτώση της αξίας της δραχμής δημιούργησε ταμειακά προβλήματα στο Δημόσιο σε εποχή μεγάλης εισαγωγικής δραστηριότητας, για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις των ενόπλων δυνάμεων και οι ανάγκες των προσφύγων. Ως το Δεκέμβριο, που ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών ο Γεώργιος Κοφινάς, το κεφάλαιο του δανείου από την ΕΤΕ είχε σχεδόν εξαντληθεί. Με συνδυασμό αύξησης μισθών, φορολογίας και νέου δανεισμού ο Κοφινάς κατάφερε να συγκρατήσει τη δραχμή, ώστε η αξία της στερλίνας από 429 δραχμές το Μάρτιο να κοστίζει 387 το Μάιο. Με το νομοθετικό διάταγμα της 23ης Απριλίου 1923 δόθηκε η άδεια στην ΕΤΕ να αγοράσει ξένο συνάλλαγμα με νέα έκδοση τραπεζογραμματίων, δημιουργώντας έτσι για λογαριασμό του κράτους συναλλαγματικό απόθεμα 2.588.000 στερλινών. Η πολιτική λιτότητας και περισυλλογής του Κοφινά είχε ως αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η σύναψη εξωτερικού προσφυγικού δανείου και η καταβολή όλων των υποχρεώσεων του Δημοσίου για το έτος 1923. Η αύξηση των τακτικών εσόδων της κυβέρνησης Πλαστήρα-Γονατά από τα νέα φορολογικά μέτρα, αλλά και από τα εξωτερικά δάνεια του 1922-23, εξηγούν τη δημιουργία πλεονάσματος.
<
17. 1924-25
Η Δ' Εθνική Συνέλευση που προήλθε από τις εκλογές του 1923 έλαβε μέτρα που διόγκωσαν υπέρμετρα τα δημόσια έξοδα. Στις 3 Μαΐου 1924 η κυβέρνηση Παπαναστασίου κατέθεσε τον προϋπολογισμό της χρήσης 1924-25 με έσοδα 3.945.000.000 δραχμές και έξοδα 4.232.000.000 δραχμές, που σήμαινε ένα έλλειμμα της τάξης των 287.000.000 δραχμών. Το έλλειμμα τελικά έφτασε τα 990.000.000 δραχμές. Η κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου, με υπουργό Οικονομικών τον K. Γκότση, ύψωσε το όριο των γραμματίων Eθνικής Άμυνας. Πολιτική ακόμα του Μιχαλακοπούλου ήταν η πραγματοποίηση μεγάλων δημόσιων έργων που όμως δημιούργησαν νέες επιβαρύνσεις στους φορολογουμένους.
Tελικά, η χρήση 1924-1925 παρουσίασε έξοδα 6.015.000.000 και έσοδα 5.758.000.000 δραχμές. Τα συναλλαγματικά αποθέματα από 1.822.000.000 το Μάιο του 1924 έπεσαν ως το Δεκέμβριο στα 716.000.000, ενώ η κυκλοφορία στο ίδιο διάστημα από 4.699.000.000 έφτασε τις 5.2292.000.000 με συνεχώς ανερχόμενο τιμάριθμο. Από το έλλειμμα των δύο χρήσεων 1923-24 και 1924-25 ο Γκότσης υπολόγισε ότι 914.000.000 διατέθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Η χρήση 1925-26 παρουσίασε ανάλογη αύξηση των εξόδων. Έτσι, η νομισματική πολιτική κλόνισε τη δραχμή με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η υποτίμησή της έναντι της στερλίνας.
18.ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΠΑΓΚΑΛΟΥ
Ο προϋπολογισμός του 1925-26 καταρτίστηκε λίγο μετά την επικράτηση του Πάγκαλου τον Ιούλιο του 1925. Τα έξοδα ισοσκελίζονταν με τα έσοδα, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς έφταναν τα 7.020.000.000 δραχμές. Ως τον Απρίλιο του 1926 ωστόσο τα έξοδα προπορεύονταν κατά ένα δισεκατομμύριο. Τα υπολογιζόμενα έσοδα είχαν ξεπεράσει κατά δύο δισεκατομμύρια τα έξοδα του προηγούμενου προϋπολογισμού, αλλά η πρόβλεψη αυτή αποδείχτηκε υπερβολικά αισιόδοξη. Από την άνοδο της τιμής της στερλίνας, η οποία από 270 δραχμές τον Ιούλιο του 1925 έφτασε τις 350 δραχμές το Μάρτιο του 1926, τα έξοδα του προϋπολογισμού αυξήθηκαν κατά 335.000.000 λόγω της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και άλλων εξωτερικών πληρωμών και επιβαρύνθηκαν επίσης με 160 εκατομμύρια δραχμές συμπληρωματικές δαπάνες για τους πρόσφυγες. Η απόδοση εξάλλου των φόρων ήταν μικρότερη από την απόδοση του προηγούμενου έτους, επειδή καθυστέρησε η συλλογή του φόρου παραγωγής καπνού.
Στους έμμεσους φόρους, που αποτελούσαν και τη σημαντικότερη πηγή εισοδήματος του κράτους (στον προϋπολογισμό του 1925-26 υπολογίστηκαν σε 3.069.000.000 δραχμές έναντι 1.091.000.000 άμεσων φόρων), συμπεριλαμβάνονταν εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί και φόροι κατανάλωσης καπνού και οινοπνεύματος. Η απόδοση των εισαγωγικών δασμών σημείωσε μικρή άνοδο σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, ενώ των εξαγωγικών παρουσίασε μικρή πτώση λόγω αργοπορίας στην εξαγωγή καπνών αλλά και γιατί ο φόρος εξαγωγής καπνού καταργήθηκε το 1926. Αυξήθηκαν τέλος τα έσοδα από το φόρο κατανάλωσης καπνού και από τα κρατικά μονοπώλια, επειδή σημειώθηκε γενική άνοδος της κατανάλωσης
Κατά το τέλος του 1925 και ενώ η δραχμή έχανε συνεχώς την αξία της, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να περιορίσει τις πληρωμές της στα απολύτως αναγκαία και να αναζητήσει, χωρίς επιτυχία, νέο δάνειο από τις ελληνικές τράπεζες. Τον Ιανουάριο του 1926 τέλος αποφασίστηκε η επιβολή νέου αναγκαστικού δανείου, το προϊόν του οποίου διατέθηκε για την επιστροφή τμήματος του κυμαινόμενου κρατικού χρέους προς την Εθνική Τράπεζα και για την αντιμετώπιση των αναγκών του Δημοσίου. Το πρόβλημα ισοσκελισμού του προϋπολογισμού όμως παρέμεινε άλυτο.
Αναλυτικά στοιχεία των αναθεωρημένων προϋπολογισμών 1925-1926 και 1926-1927 (Σε εκατομμύρια δραχμές)
Υπουργεία 1925-1926* 1926-1927*
Οικονομικών 2.257 2.439
Εξωτερικών 152 144
Δικαιοσύνης 157 165
Εσωτερικών 499 604
Συγκοινωνιών 588 622
Παιδείας 451 477
Εθνικής Οικονομίας 89 -
Γεωργίας 175 240
Υγείας (Προσφύγων) 584 204
Στρατιωτικών 1.869 2.364
Ναυτικών 601 538
Σύνολο εξόδων υπουργείων 7.413 7.797
Εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους 1.646 1.200
Γενικό σύνολο 9.059 8.997
* Οι αναθεωρήσεις του προϋπολογισμού 1925-1926 οφείλονταν στην πτώση της δραχμής έναντι της στερλίνας αλλά και στα έκτακτα μέτρα για τη βελτίωση του στρατιωτικού υλικού, την κατασκευή δρόμων και τη μέριμνα για τους πρόσφυγες. (Ο προϋπολογισμός 1926-1927 παρουσιάζεται με τις αναθεωρήσεις του Δεκεμβρίου 1926.) Πηγή: FO 371/12178/3697/19, Annual Report 1926, σ. 34.
Συγκρίνοντας τους προϋπολογισμούς 1925-26 και 1926-27 παρατηρούμε μια περικοπή δαπανών της τάξης των 469 εκατομμυρίων δραχμών, που αντιστοιχούσαν στα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Υγείας, τα οποία καταργήθηκαν στις αρχές του 1926 και οι αρμοδιότητές τους κατανεμήθηκαν σε υπηρεσίες άλλων υπουργείων. Το ποσό που εξοικονομήθηκε από το μέτρο αυτό απορροφήθηκε από τα δύο πολεμικά υπουργεία. Οι δαπάνες για το στρατό και το ναυτικό αντιπροσώπευαν στον προϋπολογισμό 1926-27 το 30% των συνολικών δαπανών, έναντι 27% του προηγούμενου προϋπολογισμού, γεγονός που προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες του Διεθνούς Oικονομικού Ελέγχου. Οι απελπισμένες προσπάθειες της δικτατορίας να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό ως το καλοκαίρι του 1926 με την επιβολή μέτρων λιτότητας και την απόλυση δημόσιων υπαλλήλων ενίσχυσαν τη γενική δυσαρέσκεια εναντίον του καθεστώτος. Η αύξηση εξάλλου των φόρων κατά 22,5% δεν κάλυπτε καν την υποτίμηση της δραχμής κατά 23% έναντι της στερλίνας το χρόνο αυτό. Στην ετήσια αναφορά του 1926 προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας ο νέος βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Σερ Πέρσι Λοραίν παρατηρούσε ότι οι προοπτικές για το κοντινό μέλλον ήταν περισσότερο παρά ποτέ αβέβαιες, γιατί υπήρχε ένας νέος κατάλογος εξόδων και χρεών, που θα έπρεπε αναπόφευκτα να προστεθεί στον επόμενο προϋπολογισμό
19.ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑ
Στα τέλη του 1924 επικράτησε υψηλή ζήτηση συναλλάγματος στην ελληνική αγορά. H Eθνική Tράπεζα προσπάθησε να ικανοποιήσει αυτή την αυξημένη ζήτηση, προχωρώντας στην αύξηση της προσφοράς ξένου νομίσματος, γεγονός που οδήγησε στη μείωση των συναλλαγματικών της αποθεμάτων. Aυτή η τάση συνεχίστηκε και κατά το οικονομικό έτος 1925-26. Περιορίστηκε έτσι σημαντικά η δυνατότητα της Εθνικής Τράπεζας να ελέγχει τη νομισματική κυκλοφορία με βάση τα συναλλαγματικά της αποθέματα καθώς και η ικανότητά της να διατηρεί την τιμή του συναλλάγματος σε θεμιτά επίπεδα. Η τιμή άλλωστε της στερλίνας διέγραψε ανοδική πορεία από τον Ιανουάριο 1925, γεγονός που δημιούργησε τάσεις κερδοσκοπίας. H Eθνική Tράπεζα χρησιμοποιώντας ως κάλυμμα τους λογαριασμούς σε στερλίνες της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων προχώρησε το Mάρτιο του 1925 σε έκδοση χαρτονομίσματος. Ενεργούσε έτσι σαν να είχαν περιέλθει στην κατοχή και όχι στη φύλαξη της Εθνικής Tράπεζας οι στερλίνες του δανείου. Η τεχνητή αυτή ενίσχυση των καλυμμάτων της Εθνικής σε ξένο συνάλλαγμα επανέφερε την αξία της στερλίνας τον Απρίλιο του 1925 στις 260 δραχμές από τις 320 στις οποίες είχε φτάσει, όμως η βελτίωση αυτή ήταν μόνο προσωρινή.
Με ειδικά νομοθετικά διατάγματα του Αυγούστου και του Οκτωβρίου 1925 περιορίστηκε η δυνατότητα των τραπεζών να επιδίδονται σε ανεξέλεγκτες αγοραπωλησίες ξένου νομίσματος. Η πτώση όμως της αξίας της δραχμής συνεχίστηκε. Στις 31 Δεκεμβρίου 1925 η στερλίνα ξεπέρασε τις 375 δραχμές και η κυκλοφορία έφτασε τα 5.339.000.000 δραχμές έναντι 4.896.000.000 του Δεκεμβρίου 1924. Η πτώση της αξίας της δραχμής έναντι της στερλίνας ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση της κυκλοφορίας, εξέλιξη που επέτεινε τη φθίνουσα εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα. Ο δείκτης του κόστους ζωής αυξήθηκε από 1.414 το 1924 (έτος βάσης, 1914:100) σε 1.633 το 1925. Το ψωμί στην Αθήνα από 4,36 δραχμές το 1924 έφτασε τις 7,35 το 1926 και το γάλα από 6,27 τις 8,79. Ο πληθωρισμός συνοδευόταν από στενότητα κεφαλαίων και ο επιχειρησιακός κόσμος ζητούσε νέα έκδοση νομίσματος, καθώς οι εκδόσεις ως τότε προορίζονταν για την κάλυψη των δημόσιων αναγκών, ενώ το πιστοδοτικό κύκλωμα αδυνατούσε να χρηματοδοτήσει τις άμεσες επιχειρησιακές ανάγκες
20.ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ
Η θέση της Εθνικής Τράπεζας στις αρχές του 1926 δεν ήταν καθόλου αξιοζήλευτη. Από τον Ιούλιο του προηγούμενου έτους είχε παγώσει τις πληρωμές της, αλλά εξακολουθούσε να χάνει τα πλασματικά της καλύμματα, καθώς η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων ενεργούσε αναλήψεις από το λογαριασμό της, όπως άλλωστε και οι καταθέτες ωθούμενοι από την αυξημένη ζήτηση χρήματος. Yπό τις συνθήκες αυτές η διοίκηση της Τράπεζας εισηγήθηκε στην κυβέρνηση την επιβολή αναγκαστικού δανείου ως τη μόνη εφικτή λύση στο οικονομικό της αδιέξοδο, το οποίο είχε αντίκτυπο σε ολόκληρη την εθνική οικονομία. Με αποδεκατισμένα τα αποθέματά της από τις πιστώσεις προς το Δημόσιο (κυρίως για έργα αποκατάστασης των προσφύγων), η Τράπεζα αδυνατούσε να ασκήσει το πιστοδοτικό της έργο και ο επιχειρησιακός τομέας είχε στερηθεί την πιο σημαντική πηγή δανεισμού του.
Το νέο αναγκαστικό δάνειο εφαρμόστηκε με τον ακόλουθο τρόπο: Όλα τα τραπεζογραμμάτια (εκτός από τις καταθέσεις) από 50 δραχμές και πάνω κόπηκαν σε δύο στελέχη. Το ένα αντιπροσώπευε τα 3/4 του συνόλου και εξακολούθησε να λειτουργεί ως χαρτονόμισμα, ενώ το άλλο 1/4 μετατρεπόταν σε ομολογία κρατικού δανείου εικοσατετούς διάρκειας με ετήσιο επιτόκιο 6% και δικαίωμα συμμετοχής σε λαχειοφόρο κλήρωση. Για να αποφύγει τις εύλογες συγκρίσεις με το προηγούμενο αναγκαστικό δάνειο της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη το 1922, ο υφυπουργός Οικονομικών εξηγούσε στους "δανειστές" του Δημοσίου: "ως γνωστόν το προϊόν του δανείου εκείνου [1922] προωρίζετο και εσπαταλήθη εις πολεμικάς ανάγκας, ενώ το προϊόν του σημερινού επανακάμπτει διά της Εθνικής Τραπέζης εις χείρας κατ' επιλογήν παραγωγικάς". Το δάνειο αποτέλεσε μέτρο που έθιγε τις λιγότερο εύρωστες κοινωνικές ομάδες. Aυτό συνέβαινε καθώς μειωνόταν αναλογικά (κατά 25%) η αγοραστική τους δύναμη. Eξάλλου, μην έχοντας μεγάλη δυνατότητα αποταμίευσης, δεν προχωρούσαν σε τραπεζικές καταθέσεις, αλλά διατηρούσαν τις οικονομίες τους στο σπίτι.
Από το συνολικό προϊόν του δανείου των 1.250 εκατομμυρίων, 661 εκατομμύρια διατέθηκαν στην Εθνική Τράπεζα έναντι του κυμαινόμενου χρέους και τα υπόλοιπα για να αντιμετωπιστούν τρέχουσες ανάγκες του Δημοσίου. Ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η περιστολή της κυκλοφορίας του νομίσματος. Στις αρχές Ιανουαρίου 1926 η κυκλοφορία έφτασε τα 5.339 εκατομμύρια και η τιμή της στερλίνας τις 378 δραχμές, ενώ ως το τέλος του μήνα η κυκλοφορία έπεσε στα 4.195 εκατομμύρια και η τιμή της στερλίνας στις 343 δραχμές.
21.ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα του αναγκαστικού δανείου του 1926 υπήρξε η βελτίωση των οικονομικών της Eθνικής Tράπεζας. Πράγματι, η Eθνική ωφελήθηκε άμεσα από τη μερική εξόφληση του δημόσιου κυμαινόμενου χρέους, για την οποία χρησιμοποιήθηκε περίπου το μισό των χρημάτων που συγκεντρώθηκαν από το δάνειο. Στις αρχές Ιανουαρίου το ταμειακό της ισοζύγιο ήταν 208 εκατομμύρια δραχμές, αλλά ως το τέλος του μηνός έφτασε τα 957 εκατομμύρια. Η Τράπεζα απέσυρε αμέσως από την κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια που είχαν εκδοθεί με κάλυμμα το λογαριασμό της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων.
Το αναγκαστικό δάνειο επέδρασε βραχυπρόθεσμα και ως αντιπληθωριστικό μέτρο στην οικονομία. Η περιστολή της αγοραστικής δυνατότητας του κοινού κατά το 1/4 μείωσε τη ζήτηση καταναλωτικών προϊόντων αλλά και την κυκλοφορία του χρήματος κατά 25%, γεγονός που βραχυπρόθεσμα βελτίωσε, όπως ήδη αναφέρθηκε, την τιμή της δραχμής έναντι της στερλίνας. Από τις αρχές Μαρτίου ωστόσο η δραχμή άρχισε πάλι την πτωτική της πορεία και ως τα μέσα Απριλίου έφτασε σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα στα οποία βρισκόταν πριν από την επιβολή του αναγκαστικού δανείου. Η κυβερνητική εξάλλου πολιτική να διαθέτει η Εθνική Tράπεζα μεγάλες ποσότητες ξένου συναλλάγματος στην αγορά, για να σταθεροποιηθεί η τιμή της δραχμής, είχε ως αποτέλεσμα να κινδυνεύουν τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τράπεζας, χωρίς να σταματήσει και η πτώση της δραχμής. Από το Μάιο του 1925 ως τον Αύγουστο του 1926 η δραχμή έχασε το 55% της αξίας της έναντι της στερλίνας(460 δραχμές τον Αύγουστο).
Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το εθνικό νόμισμα (αποτέλεσμα του πρώτου αναγκαστικού δανείου, 1920) επιτάθηκε μετά την επιβολή του νέου αναγκαστικού δανείου και ενίσχυσε την κερδοσκοπία του συναλλάγματος, που μαζί με τη ζήτηση χρήματος αποδεκάτιζαν πάλι τις καταθέσεις της Εθνικής. Έτσι, η Έθνική παρά τη συντηρητική πιστοδοτική πολιτική της κινδύνευε το καλοκαίρι του 1926 τόσο από στενότητα ρευστών διαθεσίμων όσο και από επικίνδυνη μείωση των συναλλαγματικών καλυμμάτων. Για μια ακόμα φορά η Τράπεζα βρέθηκε σε αδυναμία να συνεχίσει το πιστοδοτικό έργο της, ενώ αναγκάστηκε να μειώσει ακόμα περισσότερο την κυκλοφορία του χρήματος λόγω απώλειας συναλλαγματικών καλυμμάτων. Τα αποθέματα συναλλάγματος από £ 3.182.825 στις 31 Δεκεμβρίου 1925 μειώθηκαν σε £ 606.000 στις 31 Iουλίου 1926, με αποτέλεσμα η νομισματική κυκλοφορία, που κυμαινόταν ανάλογα με τις αυξομειώσεις των καλυμμάτων σε συνάλλαγμα, να συρρικνωθεί ανάλογα. Η πίεση που δέχτηκε η Εθνική για να διαθέσει συνάλλαγμα στην αγορά, ώστε να χάσει σημαντικά αποθέματα, σε εποχή μεγάλης διακύμανσης της τιμής της στερλίνας προς τα άνω, αποτέλεσε τη σοβαρότερη αιτία αντίθεσης της διοίκησης του ιδρύματος με τη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου.
22.ΤΟ ΣΟΥΗΔΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ
Η πτωτική τάση της δραχμής επηρέασε αρνητικά και τους όρους του δανείου, που η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε τον Ιούνιο του 1926 με σουηδική εταιρεία σπίρτων μέσω της Αlsing Trading Company και το οποίο πήρε την ονομασία "σουηδικό". Το δάνειο ύψους £ 1.000.000, έκδοσης 94% και με παραχώρηση αποκλειστικού προνομίου προμήθειας σπίρτων για 28 χρόνια, υπήρξε ένα από τα λιγότερα ευνοϊκά για την Ελλάδα. ãταν και αυτό προϊόν της πιεστικής ανάγκης του Δημοσίου για πιστώσεις, ανάγκη την οποία επέτεινε ο βρετανικός πιστοδοτικός αποκλεισμός, ώσπου να πραγματοποιηθεί ο διακανονισμός των ελληνικών πολεμικών χρεών. Η ανοδική τάση του τιμαρίθμου εξάλλου συνεχίστηκε και κατά το 1926 παρά την ανασχετική επίδραση του αναγκαστικού δανείου και του ελέγχου των ενοικίων αλλά και της αγοραστικής αξίας ορισμένων προϊόντων.
Σημαντικό μέρος του κυμαινόμενου χρέους αποτελούσαν και τα Έντοκα Γραμμάτια (της Εθνικής Άμυνας) αξίας 611.946.907 δραχμών. Η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου καθιέρωσε έναν ειδικό πόρο για τη σταδιακή απόσβεση του χρέους αυξάνοντας σε 20% το 10%, που ήδη ίσχυε για όλα τα υφιστάμενα χρέη. Το προϊόν του φόρου αυτού διοχετευόταν σε ειδικές καταθέσεις της Εθνικής Τράπεζας, όμως το χρέος αυξανόταν ταχύτερα από όσο οι πόροι για την απόσβεσή του. Τα έντοκα γραμμάτια είχαν εκδοθεί με εγγύηση της Εθνικής από το 1918 ως το 1925 και ένα μεγάλο μέρος των ετήσιων αποταμιεύσεων επενδύθηκε σε αυτά.
Η εντεινόμενη κινητικότητα της οικονομίας προκάλεσε από το 1924 ζήτηση κεφαλαίων με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν μεγάλες αναλήψεις καταθέσεων αλλά και προεξοφλήσεις έντοκων γραμματίων. Οι τράπεζες ιδιαίτερα εξαργύρωναν μαζικά τα έντοκα γραμμάτια που διατηρούσαν, ώστε να αναγκαστεί η Εθνική, ως εγγυήτρια, να καταβάλει από τα διαθέσιμα της το τίμημα των εξοφλήσεων (χωρίς τη συνδρομή του Δημοσίου που δεν είχε τη δυνατότητα παρέμβασης), το οποίο έφτασε σε 611.964.907 δραχμές. Τα έντοκα εξάλλου γραμμάτια, που προσέγγιζαν το χρόνο ωρίμανσης, αποτέλεσαν πρόσθετη απειλή.
Ένα μέρος λοιπόν του αναγκαστικού δανείου χρησίμευσε για την εξόφληση και προεξόφληση έντοκων γραμματίων, παράλληλα αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα των βραχυπρόθεσμων έντοκων γραμματίων: όσα έληγαν το 1925 ως και τον Απρίλιο 1927 (1.272.029.800 δραχμές) χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: το 50% των γραμματίων εξοφλήθηκε κατά τις ημερομηνίες της λήξης τους και το υπόλοιπο 50% μετατράπηκε σε δεκαετείς ομολογίες με ετήσιο τόκο 8%. Τα κεφάλαια που διατέθηκαν για την εξόφληση του 50% των γραμματίων προέρχονταν από τον πόρο του πρόσθετου ποσοστού 20%. Η Eθνική Τράπεζα τέλος απαλλάχτηκε οριστικά από την υποχρέωση εγγύησης για την εξόφληση των γραμματίων. Η διευθέτηση του προβλήματος των έντοκων γραμματίων ισοδυναμούσε με επιβολή ενός ακόμα αναγκαστικού δανείου και αποτέλεσε παραβίαση της συμφωνίας κυβέρνησης και Εθνικής, σύμφωνα με την οποία κατοχυρωνόταν η έγκαιρη εξόφληση των γραμματίων. Η φερεγγυότητα του κράτους τέθηκε για μία ακόμη φορά σε δοκιμασία
23.ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ
Σε όλη τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων της δεκαετίας του 1910 η δραχμή κρατούσε τη σταθερότητά της, παρά τις οικονομικές αναταράξεις απότοκες των πολεμικών αναμετρήσεων. Aπό το 1921, κυρίως όμως αμέσως μετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή, το εθνικό νόμισμα αρχίζει μια πορεία συνεχούς υποτίμησης. H λίρα Aγγλίας από 24 δραχμές το 1920 έφτασε στις 326 το 1926. Σε όλη αυτή την περίοδο η υποτίμηση της δραχμής θεωρούνταν μέσο προστασίας αλλά και ενίσχυσης της εσωτερικής ανάπτυξης και ιδιαίτερα της βιομηχανίας. Aυτή η κατάσταση όμως επιδείνωνε την εικόνα της χώρας στο διεθνές επίπεδο. Έτσι, δεν υπήρχε η τόσο απαραίτητη για την οικονομική ανασυγκρότηση της Eλλάδας στήριξη της διεθνούς κοινότητας και κυρίως της Kοινωνίας των Eθνών αναφορικά με τη χορήγηση δεύτερου εξωτερικού προσφυγικού δανείου.
Aμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου (1926) η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας απαιτούσε ριζικές και άμεσες παρεμβάσεις. H οικουμενική κυβέρνηση που ανέλαβε τις ευθύνες της χώρας το 1926 όφειλε να προχωρήσει σε σημαντικές τομές εξορθολογισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων στη βάση των προτάσεων της ειδικής επιτροπής της K.T.E., και οι οποίες αφορούσαν την σταθεροποίηση του νομίσματος και την ίδρυση κεντρικής κρατικής τράπεζας, η οποία θα κατείχε το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης χαρτονομίσματος. Σε μεγάλο βαθμό οι προτάσεις αυτές ακολουθήθηκαν
24.ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο υπουργός Οικονομικών της "Οικουμενικής Κυβερνήσεως" μετά τη δικτατορία του Πάγκαλου, Γεώργιος Καφαντάρης, ανέλαβε το έργο της σταθεροποίησης γιατί πέρα από την εξασφάλιση της εγγύησης της ΚΤΕ, πίστευε ότι θα αποκαταστήσει και τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας. Ο ισοσκελισμός του δημόσιου προϋπολογισμού εξάλλου και η σταθερότητα του νομίσματος θα προσέλκυαν στην Ελλάδα ξένα κεφάλαια για να τροφοδοτήσουν την αναπτυξιακή της πορεία. Έτσι, από το καλοκαίρι του 1927 η δημοσιονομική εξυγίανση, η νομισματική σταθερότητα, η ίδρυση κεντρικής τράπεζας και το δεύτερο προσφυγικό δάνειο εμφανίζονταν ως ενιαία προϋπόθεση για να βγει η Ελλάδα από τη χρόνια οικονομική κρίση, που την ταλάνιζε από τις αρχές της δεκαετίας και κορυφώθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν τη Mικρασιατική Kαταστροφή.
Η σταθεροποίηση της δραχμής και η ίδρυση κεντρικής τράπεζας με την αποκλειστικότητα του εκδοτικού προνομίου υπήρξαν οι όροι που έθεσε η Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) στην ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να προσφέρει την εγγύησή της για τη σύναψη του δεύτερου προσφυγικού δανείου. Ο Γ. Καφαντάρης αποδέχτηκε τους όρους της Kοινωνίας των Eθνών (KTE) και προχώρησε στην ίδρυση κεντρικής τράπεζας, αντιμετωπίζοντας την αντίδραση της Eθνικής Tράπεζας, η οποία επέμενε να διατηρήσει τη διπλή της ιδιότητα ως εμπορική τράπεζα και ως ρυθμιστής της νομισματικής πολιτικής. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1927 ο υπουργός υπέγραψε το πρωτόκολλο της Γενεύης, βάσει του οποίου η ΚΤΕ προσέφερε εγγύηση για τη σύναψη δανείου 9.000.000 στερλινών. Πιστός στις υποχρεώσεις του ο Καφαντάρης ανήγγειλε στις 12 Μαΐου 1928 τη σταθεροποίηση της δραχμής πάνω στην ισοτιμία 375 δραχμές προς μία λίρα. Η δραχμή θα κυκλοφορούσε ελεύθερα, με ελεύθερη μετατρεψιμότητα σε χρυσό από την Τράπεζα της Ελλάδος, την κεντρική εκδοτική τράπεζα, η οποία ιδρύθηκε δύο μέρες αργότερα, με πρώτο διοικητή τον Αλέξανδρο Διομήδη.
25.ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Oι σχέσεις τους ελληνικού κράτους με την Eθνική Tράπεζα στα μέσα της δεκαετίας του 1920 πέρασαν πολλές εντάσεις αναφορικά με τις προοπτικές του τραπεζικού συστήματος. Όπως σημειώνει ο Κώστας Βεργόπουλος, "Η αντίθεση κράτους και ΕΤΕ ήταν μια έκφραση των σοβαρών διαρθρωτικών αλλαγών που κυοφορούνταν κατά το μεσοπόλεμο. Στην ουσία το Κράτος την εποχή αυτή χειραφετείται από την κηδεμονία της ΕΤΕ και αφαιρεί διαδοχικά ορισμένες λειτουργίες που ως τότε αυτή ασκούσε σωρευτικά: α) το 1927 αφαιρείται ο κλάδος της υποθηκικής πίστης και μεταβιβάζεται στην ιδρυόμενη από το κράτος Εθνική Κτηματική Τράπεζα, β) το 1928 αφαιρείται η έκδοση και διαχείριση του νομίσματος και ο τομέας των προεξοφλήσεων, που μεταβιβάζεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, γ) το 1929 αφαιρείται η αγροτική πίστη, η οποία μεταβιβάζεται στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος." Mε μεγάλη ένταση τέθηκε το ζήτημα της αγροτικής πίστης, του φορέα δηλαδή που θα διαχειριζόταν τα αγροτικά δάνεια. Eξίσου δυναμικά συζητήθηκε η τύχη των καλυμμάτων σε χρυσό που επέτρεπαν την έκδοση τραπεζογραμματίων, τα οποία, αφού είχε πλέον αποφασιστεί πως θα ιδρυθεί μια κρατική εκδοτική τράπεζα, έπρεπε να περάσουν από την κατοχή της Eθνικής στην ευθύνη της Tράπεζας της Eλλάδος.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1928 υπογράφτηκε σύμβαση ανάμεσα στο Δημόσιο και την ΕΤΕ για την ίδρυση και τη λειτουργία της Γεωργικής Τραπέζης ως αυτόνομου οργανισμού κοινωφελούς χαρακτήρα, χωρίς όμως να υποβληθεί στη Βουλή για νομοθετική κύρωση, με το σκεπτικό ότι τα κεφάλαια που παραχωρούνταν στην Τράπεζα δεν επαρκούσαν για τη λειτουργία της. Σε σχέση με την τύχη των καλυμμάτων της ΕΤΕ, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο περίπλοκα. Πέρα από την αρχική αξία κτήσης των συγκεκριμένων ποσοτήτων χρυσού, την οποία η Eθνική συμφώνησε να αποδώσει στο κράτος, η τράπεζα παρακράτησε την υπεραξία που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο που διαχειριζόταν αυτή τα καλύμματα. Aπό την άλλη, πολιτικοί όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχαν εμφαντικά υποστηρίξει την άποψη ότι και τα καλύμματα των τραπεζογραμματίων αλλά και η υπεραξία τους, που είχε αυξηθεί υπέρμετρα εξαιτίας της πολιτικής σταθεροποίησης του νομίσματος, έπρεπε να περιέλθουν στο κράτος και να διατεθούν μάλιστα για την ενίσχυση των κεφαλαίων της Γεωργικής Τράπεζας (αγόρευση στη Βουλή, 24/4/1928). Η κυβέρνηση όμως με υπουργό Οικονομικών το Γ. Καφαντάρη, παραδέχτηκε τη διεκδίκηση της ΕΤΕ και της αναγνώρισε το δικαίωμα κατοχής της υπεραξίας των καλυμμάτων ως αποζημίωση για την αφαίρεση του εκδοτικού προνομίου (νόμος 3483/1928). Η μερική συνηγορία του Ελευθέριου Βενιζέλου με την άποψη Παπαναστασίου προκάλεσε και την πτώση της κυβέρνησης Ζαΐμη. Ο Βενιζέλος είχε με επιστολή του προς τον Καφαντάρη υποστηρίξει ότι η υπεραξία των σε στερλίνες καλυμμάτων -υπεραξία που οφειλόταν αποκλειστικά στο νόμο για τη σταθεροποίηση της δραχμής- έπρεπε να περιέλθει στο κράτος. Έτσι, κατά το Βενιζέλο, στην ΕΤΕ οφείλονταν 560.000.000 δραχμές αντί των 1.200.000.000 δραχμών που πήρε. Η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου που προήλθε από τις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928 ανάγκασε την ΕΤΕ να δεχτεί νέο διακανονισμό για τα καλύμματα που ρυθμίστηκε με τη σύμβαση της 3ης Ιουνίου 1929 -σύμβαση η οποία περιλάμβανε και τις υποχρεώσεις της ΕΤΕ προς τη Γεωργική Τράπεζα. Τέλος, στις 27/6/1929 υπογράφτηκε σύμβαση ανάμεσα στο Δημόσιο και την ΕΤΕ "περί συστάσεως και λειτουργίας της Αγροτικής Τραπέζης"
26.ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ
Το εξωτερικό χρέος, ενώ το 1914 περιοριζόταν σε 1.485.000 αγγλικές λίρες και 2.850.000 γαλλικά φράγκα, το 1926 ανερχόταν σε 3.111.600 αγγλικές λίρες, 22.875.000 γαλλικά φράγκα, 2.797.000 δολλάρια H.Π.A. και 4.142.600 βελγικά φράγκα. Στο χρέος του 1926 θα προστεθούν αργότερα τα δάνεια για την εγκατάσταση των προσφύγων, η μερίδα του τουρκικού χρέους που αναλογούσε στις νέες επαρχίες που εντάχτηκαν στο ελληνικό κράτος από το 1912 και μετά (το χρέος ανέλαβε η Ελλάδα σύμφωνα με τη συνθήκη της Λοζάνης) και το ποσό που προέκυπτε από τις εκκαθαρίσεις των συμμαχικών προκαταβολών της περιόδου του Α' Παγκόσμιου Πολέμου (Συμμαχικές Πιστώσεις). Ο οικονομολόγος A. Ανδρεάδης σημείωνε το 1927 ότι "... η Ελλάς εξ αιτίας του πολέμου κινδυνεύει να ιδη την υπηρεσίαν του χρέους της απορροφούσαν 40% και πλέον των εσόδων της". Η υποτίμηση της δραχμής, η οποία αύξησε το βάρος της υπηρεσίας του εξωτερικού χρέους, αντίθετα ελάφρυνε σημαντικά το εσωτερικό, τις οφειλές δηλαδή του δημοσίου που προέκυπταν από τα αναγκαστικά δάνεια του 1922 και του 1926. Η ανακούφιση όμως του δημοσίου έγινε εις βάρος των πολιτών και της αποταμιευτικής τους δυνατότητας
27.ΔΑΝΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Κατά την περίοδο 1922-32 ο εξωτερικός δανεισμός έφτασε συνολικά τα 1.022.000 χρυσά φράγκα, ποσό που αντιπροσώπευε το 150% του ετήσιου ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος. Αρχικά η ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς μετά το 1922 και αργότερα η σταθεροποίηση της δραχμής το 1928 και η εξυγίανση του πιστωτικού συστήματος υπήρξαν οι λόγοι που έκαναν την Ελλάδα ενδιαφέρουσα στους ξένους κεφαλαιούχους. Εκτός από τα δάνεια για την αποκατάσταση των προσφύγων, συνάφθηκαν δάνεια για την πραγματοποίηση αποξηραντικών και υδρευτικών έργων καθώς και για την επέκταση του οδικού και του σιδηροδρομικού δικτύου.
Από το συνολικό προϊόν των εξωτερικών δανείων, το 37% διατέθηκε για την αποκατάσταση των προσφύγων, το 31% σε παραγωγικά έργα και το 32% απορροφήθηκε από τρέχουσες ανάγκες του δημόσιου προϋπολογισμού και της εξυπηρέτησης των δανείων. Οι σημαντικότεροι αγοραστές των ελληνικών χρεογράφων στο εξωτερικό ήταν η Τράπεζα Hambro's του Λονδίνου, το συγκρότημα Speyer & Co της Νέας Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Στην κατηγορία των άμεσων επενδύσεων οι ξένες εταιρείες Πάουερ εντ Τράκτιον, Ούλεν και Φαουντέϊσον εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα. Η ξένη παρουσία είχε σχέση και με τη συρρίκνωση της διεθνούς αγοράς και τον περιορισμό της ζήτησης κεφαλαίων σε άλλες περιοχές της ηπείρου. Ενώ τα επιτόκια στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έπεφταν, στην Ελλάδα παρουσίαζαν την ίδια εποχή μεγάλη άνοδο, ώστε να παραμένουν τριπλάσια των δυτικών.
28.ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Η τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου αύξησε εντυπωσιακά τον εξωτερικό δανεισμό, προκειμένου να πραγματοποιήσει την αναπτυξιακή της πολιτική. Από το 1928 ως το 1932 το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε από 27,8 δισεκατομμύρια δραχμές σε 32,7 δισεκατομμύρια και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο απείλησε την ανασυγκρότηση της οικονομίας.
Η υπηρεσία του εξωτερικού δημόσιου χρέους έφτασε το 1932 τα 20,3 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, ενώτου ιδιωτικού εξωτερικού χρέους απορροφούσε 9,7 εκ. δολάρια. Το συνολικό ποσό ισοδυναμούσε με το 81,08% των συναλλαγματικών εισπράξεων της χώρας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό σε όλη την κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη. Η πίεση των εξωτερικών δανείων εκδηλωνόταν μόνιμα αφενός ως κρίση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και αφετέρου ως κρίση των δημόσιων οικονομικών. Η διπλή αυτή κρίση προκάλεσε τη στάση των εξωτερικών πληρωμών και την πτώχευση του 1932.
Το 1932 αποτελεί και ορόσημο αλλαγής στην οικονομική πολιτική που ίσχυε από το 1922. Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Κώστας Κωστής, "... η οικονομική πολιτική των Φιλελευθέρων θα μπορούσε να συνοψιστεί ως μια προσπάθεια διαρκούς δανεισμού, προκειμένου να πραγματοποιηθούν τα μεγάλα, παραγωγικά έργα που θα επέτρεπαν στην ελληνική οικονομία -και ιδίως στον αγροτικό τομέα- να ξεπεράσει το δημογραφικό πρόβλημα και να αυξήσει την παραγωγική ικανότητα της χώρας". Η πολιτική αυτή αναθεωρείται μετά το 1932 από τη δύναμη των περιστάσεων.
29.ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
Η διεθνής οικονομική κρίση του 1929-32 πέρασε στην Ελλάδα από δύο οδούς, τη μείωση των εξαγωγών και μετά το 1931 τη διακοπή της διεθνούς κίνησης κεφαλαίων. Ο καπνός και η σταφίδα, που αποτελούσαν μαζί το 60-70% των ελληνικών εξαγωγών, υπήρξαν τα μεγάλα θύματα της διεθνούς κρίσης. Οι επιπτώσεις της μείωσης των τιμών των δύο αυτών προϊόντων στους καπνεργάτες και τους αγρότες υπήρξαν καταλυτικές για τις πολιτικές εξελίξεις. Αρχικά η αντίστοιχη πτώση στις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων διατήρησε μια ισορροπία στα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου, όμως η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών διόγκωσε σταδιακά τα ελλείμματα.
Για τον Ελευθέριο Βενιζέλο το σοβαρότερο επιχείρημα σχετικά με τη δημιουργία κεντρικής τράπεζας ήταν η υπεράσπιση ενός αυτόματου νομισματικού συστήματος, του κανόνα χρυσού συναλλάγματος και της σταθεροποίησης, που τέθηκε σε ισχύ το Μάιο του 1928. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον κανόνα του χρυσού εισήγαγε την οικονομία στο διεθνές νομισματικό σύστημα αυξάνοντας τις πιστοληπτικές δυνατότητες της χώρας αλλά και το εύρος του εμπορίου. Ωστόσο, η υποτίμηση της αγγλικής στερλίνας το φθινόπωρο του 1931 προκάλεσε σοβαρή κρίση και στην Ελλάδα
30.ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) έφτασε το 1932 να απορροφά το 81,08% των ελληνικών συναλλαγματικών εισπράξεων. Για το λόγο αυτό η ελληνική κυβέρνηση είχε προσφύγει στην Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) και είχε ζητήσει από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (Δ.O.E.) στην Ελλάδα πενταετή αναστολή των χρεωλυσίων σε ξένο νόμισμα δανείων και τη σύναψη νέου δανείου 50.000.000 δολαρίων. Ωστόσο, το Συμβούλιο της Κ.Τ.Ε. στη συνεδρίαση στις 11 Απριλίου 1932 αποφάσισε την αναστολή της καταβολής των χρεολυσίων για ένα μόνο χρόνο και παρέπεμψε την Ελλάδα σε απευθείας συζήτηση με τους ομολογιούχους. Στην προσπάθειά της να αναστείλει την πληρωμή των χρεολυσίων η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε με νόμο η καταβολή των τοκομεριδίων να μειωθεί κατά 25% από την 1η Απριλίου 1932. Στη συνέχεια κήρυξε προσωρινό χρεοστάσιο και για τους τόκους των εξωτερικών δανείων από την 1η Μαΐου 1932. Έτσι επισημοποιήθηκε η πτώχευση, ενώ από την 21η Απριλίου είχε παραιτηθεί ο υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Μαρής.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου με νέο υπουργό Οικονομικών τον καθηγητή Κυριάκο Βαρβαρέσο προχώρησε στην άρση της σταθεροποίησης. Στις 25 Απριλίου 1932 κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο "περί αναστολής της υποχρεώσεως της Τραπέζης της Ελλάδος προς εξαργύρωσιν των τραπεζικών γραμματίων αυτής και ρυθμίσεως της αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος". Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε από τη Βουλή και τη Γερουσία και έγινε ο νόμος 5422 της 26/4/1932, διά του οποίου η δραχμή επανερχόταν σε καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας και απαγορευόταν η ελεύθερη αγορά συναλλάγματος. Στην αγόρευσή του ο Βαρβαρέσος μεταξύ άλλων δήλωσε: "Σήμερον ευρίσκομαι ομολογώ εις εξαιρετικά δυσάρεστον θέσιν εισηγούμενος ενώπιον υμών την εγκατάλειψιν ... του χρυσού κανόνος, του χρυσού συναλλάγματος. Όπως υπηνίχθη ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως, δεν πρόκειται περί μέτρου το οποίον απορρέει εξ ελευθέρας κρίσεως της κυβερνήσεως ... είναι μέτρον επιβληθέν εκ καταστάσεως ανάγκης αναποτρέπτου"
31.ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΝΑΚΑΜΨΗ
Με την κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου και των κεφαλαιαγορών, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να ασκήσει πολιτική αυτάρκειας επιβάλλοντας δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα και ενισχύοντας την εσωτερική αγορά. Τα μέτρα αυτά περιόρισαν το δημόσιο χρέος και τόνωσαν τη γεωργική και βιομηχανική παραγωγή. Από το 1933 εξάλλου άρχισε ένα ρεύμα επιστροφής κεφαλαίων από το εξωτερικό λόγω υψηλών ελληνικών επιτοκίων. Αυξήθηκε έτσι και το σε χρυσό αποθεματικό του εκδοτικού πιστωτικού ιδρύματος, της Tράπεζας της Eλλάδος, από 7,6 εκατομμύρια δολάρια το 1932 σε 44,7 εκατομμύρια το 1934. Η αύξηση αυτή είχε ανάλογο αποτέλεσμα στη νομισματική κυκλοφορία. Από 4 δισεκατομμύρια δραχμές το 1931 η κυκλοφορία έφτασε τα 9,4 δισεκατομμύρια το 1939.
õδη από το 1933 τα σημεία της οικονομικής ανάκαμψης έγιναν φανερά, όμως η κατανομή του νέου πλούτου, που προέκυπτε από την πολιτική της αυτάρκειας, δημιουργούσε έντονες κοινωνικές αντιπαλότητες. Η μόνιμη κρίση που έπληττε τα μεγάλα εξαγωγικά λιμάνια σε αντίθεση με την ξαφνική ευημερία αγροτικών περιοχών, η άνοδος των κερδών των βιομηχανιών σε αντίθεση με τα χαμηλά ημερομίσθια ήταν μερικά από τα σημεία τριβής που η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος έπρεπε να αντιμετωπίσει. Όμως και τα δύο μεγάλα κόμματα πίστευαν μάλλον στην ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας παρά στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής και στο σχεδιασμό της οικονομίας. Η αδυναμία της κυβέρνησης Τσαλδάρη να αναλάβει μια περισσότερο δραστήρια διαχείριση της οικονομίας ενίσχυσε την κοινωνική αναταραχή και οδήγησε στην εκπνοή της οικονομικής ανάκαμψης
32.ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ
Η δικτατορία του Μεταξά επιχείρησε να δημιουργήσει ένα πατερναλιστικό σύστημα εκτόνωσης των κοινωνικών συγκρούσεων με την ίδρυση συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Πράγματι, το 1937 ιδρύεται το Ίδρυμα Kρατικών Aσφαλίσεων, το I.K.A., υλοποιώντας σχεδιασμούς που είχαν ξεκινήσει στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, αλλά δεν προχώρησαν εν μέσω της πολιτικής αναστάτωσης της περιόδου 1932-36. Tο 1939 ιδρύθηκε η Eργατική Eστία η οποία, όπως και Eθνική Συνομοσπονδία Eργατών, λειτουργούσε ως καθεστωτική υπηρεσία στο χώρο της εργασίας. Παράλληλα, το καθεστώς της 4ης Aυγούστου θέσπισε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις αλλά και την παραπομπή στην υποχρεωτική διαιτησία των διαφορών εργοδοτών και εργαζομένων. Aυτή η πολιτική συνιστούσε αντιγραφή του ιταλικού "κορπορατιστικού" (συντεχνιακού) προτύπου. H οργάνωση ενός "κράτους με βάσι αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό", κατά την έκφραση του "πρώτου εργάτη" Iωάννη Mεταξά, αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας μίμησης των αυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων της Iταλίας και της Γερμανίας, σε συνδυασμό πάντα με το ιδεολόγημα του "Tρίτου Eλληνικού Πολιτισμού", την ανάπτυξη της Eθνικής Oργανώσεως Nεολαίας και το διάχυτο αντικοινοβουλευτικό και αντικομμουνιστικό λόγο.
Παρόλες αυτές τις κοινωνικοοικονομικές και ιδεολογικές αφετηρίες, η δικτατορία της 4ης Aυγούστου, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων διατηρούσε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με την Aγγλία. H ταύτιση του θρόνου με τη βρετανική πολιτική, σε συνδυασμό με την έλλειψη λαϊκών ερεισμάτων του καθεστώτος καθιστούσε το Μεταξά ιδιαίτερα ευάλωτο στις ξένες πιέσεις, γεγονός που τον ανάγκασε να αρχίσει πάλι την καταβολή μέρους των τοκοχρεωλυσίων των εξωτερικών δανείων προς τους άγγλους δανειστές της Ελλάδας. Ωστόσο, χάρη στην πολιτική της αυτάρκειας στον αγροτικό και βιομηχανικό τομέα, η οποία είχε αρχίσει να εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση των συνεπειών της Διεθνούς Kρίσης του 1929-32 και συνεχίστηκε με ένταση από τη δικτατορία Mεταξά, το δημόσιο χρέος κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα, τουλάχιστον ως το 1937
Η μέριμνα της δικτατορίας για τον αγροτικό τομέα ακολούθησε το παράδειγμα των προκατόχων κυβερνήσεων. Καθώς μάλιστα τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν, ο Μεταξάς θεώρησε ότι η χώρα έπρεπε να εξασφαλίσει επάρκεια σε σιτηρά και γι' αυτό προχώρησε σε επιδοτήσεις της παραγωγής κατά τις υποδείξεις της Κεντρικής Επιτροπής Προστασίας Εγχωρίων Σιτηρών (ΚΕΠΕΣ). Διευκόλυνε επίσης την εκκαθάριση ορισμένων αγροτικών χρεών, ενώ διέκοψε την άμεση καταβολή άλλων. Από το 1927 ως το 1937 η ΚΕΠΕΣ διατήρησε την τιμή του σιταριού σε επίπεδο υψηλότερο της διεθνούς τιμής κατά 8,1%. Aποτέλεσμα αυτής της προστατευτικής πολιτικής ήταν να φτάσει η κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης από την εγχώρια παραγωγή στο 60% το 1939, από το 30% που βρισκόταν το 1935. Η παραγωγή βαμβακιού εξάλλου τετραπλασιάστηκε από το 1930 ως το 1939 και ο καπνός έγινε το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν.
Tα αγροτικά προϊόντα κάλυπταν πάνω από το 80% των ελληνικών εξαγωγών. Σε αυτά ο καπνός κατείχε την αδιαμφισβήτητη πρώτη θέση με 50% του συνόλου και η σταφίδα τη δεύτερη με 25% του συνόλου των εξαγωγών. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η Αγγλία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ και η Γερμανία απορροφούσαν το 64% των ελληνικών εξαγωγών. Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας η Γερμανία χάρη στη μέθοδο των συμψηφιστικών πληρωμών (clearing) στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές αναδείχτηκε πρώτος εταίρος της Ελλάδας και ο κύριος εισαγωγέας των αγροτικών της προϊόντων. Η μέθοδος αυτή πίστωνε την Ελλάδα, που είχε πλεόνασμα στο εμπορικό της ισοζύγιο με τη Γερμανία, με τη δυνατότητα αγοράς προϊόντων σε γερμανικά μάρκα. Έτσι, ήταν δυνατόν η πίστωση να εξαργυρωθεί με εξαγωγές αντίστοιχης αξίας σε χάλυβα, βιομηχανικά προϊόντα και κάρβουνο. Oυσιαστικά, στις συναλλαγές αυτού του τύπου απέφευγαν και οι δύο χώρες τη χρήση συναλλάγματος, αφού επρόκειτο για ανταλλαγή προϊόντων ίσης αξίας. Tο εξωτερικό εμπόριο αυτού του τύπου είχε μεγάλη σημασία σε μια περίοδο μεγάλων συναλλαγματικών δυσκολιών σαν αυτή που ακολούθησε τη Mεγάλη Ύφεση.
Η βιομηχανική ανάπτυξη συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς και κατά την περίοδο της δικτατορίας. Από το 1930 ως το 1938 η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 20-40%, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος κατά 50%. Διπλασιάστηκε ακόμα το εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, το μερίδιο της βιομηχανικής παραγωγής στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (A.E.Π.), μολονότι αυξήθηκε, παρέμεινε στο χαμηλό επίπεδο του 16% το 1939. Η πολεμική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Ευρώπη επέβαλε στην ελληνική οικονομία αγορές πολεμικού υλικού, που ανέτρεψαν την ισορροπία εις βάρος του εμπορικού ισοζυγίου. Η έκρηξη του πολέμου συμπαρέσυρε και τις τελευταίες ελπίδες ανάκαμψης
ΠΗΓΗ: ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)