Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Η αρπαγή της πολιτιστικής κληρονομιάς

Του Γιώργου Ξηρού

Η αρπαγή των ευρημάτων και των πολιτιστικών αγαθών σε περιόδους πολέμων και σε περιόδους βίαιων πολιτικών ανακατατάξεων συνεχίζει να προκαλεί διεθνή ανησυχία και στον εικοστό πρώτο αιώνα, όπως ακριβώς συνέβαινε και κατά τον εικοστό.
Η λεηλασία των αρχαιολογικών χώρων στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επανάστασης (αφού είχαν απότομα εγκαταλειφθεί από ομάδες αρχαιολόγων οι οποίοι δικαιολογημένα ανησυχούσαν για την προσωπική τους ασφάλεια) είναι μόνο το πιο πρόσφατο παράδειγμα.
Στο Αφγανιστάν και το Ιράκ επίσης, τον πόλεμο ακολούθησε η λεηλασία των μουσείων και τα αντικείμενα που λεηλατήθηκαν έκαναν τη εμφάνισή τους σε συλλογές στη Δύση.
Η ιστορία αυτής της πρακτικής, της λεηλασίας, πάει πίσω πολύ μάλιστα, αρχίζοντας ίσως με τον Ιάσονα και τους Αργοναύτες με τη αρπαγή του Χρυσόμαλλου Δέρατος. Ακόμη στην Αρχαία Αθήνα, η έκθεση των λαφύρων- θησαυρών που προέρχονταν από την κατάκτηση ή φορολόγηση των άλλων συμμαχικών πόλεων, με σκοπό την επίδειξη δύναμης της πόλεως. Και συνεχίστηκε με τη συνήθεια των Ρωμαίων «της τέχνης της λεηλασίας» των κατακτημένων πόλεων, με τα λάφυρα να εκτίθενται στους δρόμους της Ρώμης για την θριαμβευτική τελετουργική πομπή του νικητή . Έτσι κατά τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ. συγκεντρώθηκαν στη Ρώμη πολλά έργα τέχνης τα οποία ήταν πολεμικά λάφυρα από τις καταστήσεις στη Σικελία, την Ετρουρία και την Ελλάδα. Με αυτά κοσμούσαν ρωμαϊκούς ναούς και δημόσιους χώρους, ή αποτελούσαν τη βάση ιδιωτικών συλλογών.
Στον αρχαίο κόσμο οι πολιτιστικές λεηλασίες, τα κλεμμένα αντικείμενα, και η δημόσια έκθεση τους στην πρωτεύουσα του κατακτητή, ήταν μια πράξη για να διαφημίσουν την υπεροχή του νικητή και να υπογραμμίζουν τον εξευτελισμό των νικημένων.
Κατά την ελληνιστική εποχή 3ο και 2ο αιώνα π.Χ. οι συλλογές του Άτταλου Α, δημιουργήθηκαν από την μεταφορά στην Πέργαμο πολλών πρωτότυπων έργων τέχνης από την Αίγινα. Μεταξύ αυτών των έργων βρίσκονταν και το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, έργο του γλύπτη Ονάττα. Λίγα χρόνια αργότερα μετέφερε έργα του Αθηναίου γλύπτη Σιλανιώνα από την Εύβοια. Άλλα ελληνιστικά έργα μεταφέρθηκαν επίσης στην Πέργαμο από τον Φιλοποιμένα, στρατηγό του Αττάλου Α, μετά τη λεηλασία της Κορίνθου από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ.
Στο Βυζάντιο, ο Ιππόδρομος ήταν διακοσμημένος με έργα τέχνης που προέρχονταν από λεηλασίες πόλεων κατά την κατάκτησή τους. Ελληνικά αγάλματα βρίσκονταν παντού επάνω από τις κερκίδες και τα θεωρεία, ανάμεσα στις αψίδες. Στο κέντρο του σταδίου βρίσκονταν τμήμα του περίφημου ιερού τρίποδα των Δελφών, τον οποίο είχαν αφιερώσει στο δελφικό ιερό οι ελληνικές πόλεις έπειτα από τη νίκη τους επί των Περσών στις Πλαταιές το 479 π.Χ. Ο τρίποδας αυτός στηριζόταν σε ένα κίονα που σχημάτιζαν τα κεφάλια τριών χάλκινων συμπλεκόμενων φιδιών,με τα ονόματα των πόλεων που είχαν λάβει μέρος στη μάχη, και τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη ο Μέγας Κωνσταντίνος. Τμήμα του σώζεται σήμερα στην πλατεία του Ιπποδρόμου.
Ιδιωτικές συλλογές όπως αυτές που υπήρχαν στη Ρώμη δεν υπήρχαν στο Βυζάντιο εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Μία τέτοια συλλογή ήταν του Λάυσου που είχε συγκεντρώσει εντυπωσιακά ελληνικά γλυπτά. Η συλλογή του περιλάμβανε το τεράστιο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία της Ολυμπίας, έργο του Φειδία, την Αθηνά της Λίνδου, έργο του Δίποινου και Σκύλι. Την Κνιδία Αφροδίτη του Πραξιτέλη και αλλά πολλά. Όλα αυτά καταστράφηκαν σε πυρκαγιά που αποτέφρωσε το παλάτι του Λαύσου το 475 μ.Χ. Κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας το 1204 η ίδια η Πόλη με τη σειρά της λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους, και μεγάλες ποσότητες πολιτιστικών λαφύρων μεταφέρθηκαν στην Βενετία, όπως τα τέσσερα επιχρυσωμένα άλογα της Αποκάλυψης που μεταφέρθηκαν στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, που μπορεί να τα δει κανείς στην πόλη σήμερα.
Επίσης, κατά τη διάρκεια του πολέμου των τριάντα ετών, σουηδικά στρατεύματα λεηλάτησαν συλλογές βιβλίων σε όλη την Ευρώπη τα οποία σήμερα βρίσκονται στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη στην Ουψάλα.
Άλλο παραδείγματα, η λεηλασία του Magdeburg το 1631, όταν ο στρατός της Καθολικής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έσφαξε τους κατοίκους της επαναστατημένης προτεσταντικής πόλης. Μία αδικαιολόγητη καταστροφή αλλά και κλοπή του πολιτιστικού πλούτου που έγινε από μεμονωμένους στρατιώτες .
Μία άλλη λεηλασία για ιδιωτικό όφελος που είχε προκαλέσει μεγάλη αποδοκιμασία, είναι η λεηλασία που πραγματοποίησε ο Βρετανός πρέσβης Έλγιν στους αρχαίους θησαυρούς του Παρθενώνα. Ο Έλγιν μετά από άδεια που έλαβε από τους Οθωμανούς και αφού κατέστρεψε μια σειρά από γλυπτά, καραβιές μαρμάρων μετέφερε στη Βρετανία για να διακοσμήσει το σπίτι του.
Κατά την περίοδο τους τουρκοκρατίας στην Ελλάδα κυρίως τον 19ο αιώνα πολλά αγάλματα, αρχαίοι θησαυροί αρχαιολογικών ανασκαφών, «εξαγοράστηκαν» με συμφωνίες από τις οθωμανικές αρχές και διασκορπίστηκαν σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Οι ενέργειες αυτές κυρίως από φιλέλληνες επικρίθηκαν, το διαπιστώνουμε και μέσα από τα ποιήματα του Λόρδου Βύρωνα. Αντίθετα υπερασπιστές των εν λόγω εξαγορών υποστήριξαν ότι τα αγάλματα- μάρμαρα δεν θα ήταν ασφαλή εάν παρέμεναν επί τόπου, δεδομένου ότι οι ντόπιοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τα προστατευόσουν. Βέβαια έχει αποδειχτεί ότι οι ζημιές που υπέστησαν τα ίδια τα μάρμαρα αλλά και τα υπολείμματα, προκείμενου να τα αποκολλήσουν και τα μεταφέρουν ήταν πολύ μεγάλες.
Πολλοί περιηγητές μας άφησαν στα βιβλία τους χρήσιμες πληροφορίες για την κατάσταση των μνημείων εκείνης την εποχή αλλά και πολύτιμα σχέδια. Δυστυχώς, όμως, οι περισσότεροι ταξιδιώτες ανέπτυξαν έντονη συλλεκτική δραστηριότητα, παίρνοντας μαζί τους ελληνικές αρχαιότητες, που κατέληξαν αργότερα σε γνωστά ευρωπαϊκά μουσεία. Επιπλέον, πολλές από τις αποστολές που είχαν σκοπό τη αρχαιολογική έρευνα κατάλεξαν στην αρχαιοκαπηλία.
Η ενέργεια του Έλγιν αντανακλούσε την πεποίθησή ότι οι μορφωμένοι Άγγλοι ήταν οι πραγματικοί κληρονόμοι του κλασικού πολιτισμού, του οποίου η κληρονομιά διαπέρασε στο νου της μορφωμένης ελίτ σε όλη την Ευρώπη.
Αυτή τη πεποίθηση κυριαρχούσε και κατά την Γαλλική επαναστατική, όπου τα νικηφόρα στρατεύματα του Ναπολέοντα σύναπταν μία σειρά από συνθήκες με τα κατακτημένα κράτη σε ολόκληρη την Ευρώπη που αφορούσαν την μεταφορά πολιτιστικών θησαυρών στην Γαλλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Συνθήκη της Tolentino, υπογεγραμμένη από τον Πάπα το 1797, που επέτρεψε να μεταφερθούν έργα τέχνης στο Μουσείο του Λούβρου, το οποίο ιδρύθηκε το 1793. Έτσι λάφυρα μεταφέρθηκαν στο Παρίσι από όλη την Ιταλία μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα τέσσερα άλογα της Αποκάλυψης από τον Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Ο Ναπολέων εισήλθε στην πόλη σε μια ρωμαϊκού τύπου θριαμβευτική πομπή, που συνοδευόταν από πανό που έγραφε: " Η Ελλάδα εκχώρησε αυτά, η Ρώμη τα έχασε, η μοίρα τους έχει αλλάξει δύο φορές, ποτέ δεν θα αλλάξει και πάλι. " Μεταφέρθηκαν ζωγραφικοί πίνακες , αρχεία της Παπικής Ρώμης. Όλα αυτά τόνιζαν τον ισχυρισμό του Παρισιού να είναι η νέα Ρώμη.
Τα έργα τέχνης που προέρχονταν από λεηλασίες κατά τις εκστρατείες του Ναπολέοντα τοποθετήθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου. Τη περίοδο ανάμεσα στο 1803-1813, το μουσείο είχε στην κατοχή του τις εκλεκτότερες συλλογές της Ευρώπης και ήταν γνωστό ως Musee Napoleon. Μετά το Συνέδριο της Βιέννης, όμως, το 1815, τα περισσότερα έργα επιστράφηκαν στους κατόχους τους, γεγονός που αποτελεί το πρώτο σημαντικό παράδειγμα επιστροφής «πολιτιστικής ιδιοκτησίας» . Η επιστροφές έργων τέχνης στους ιδιοκτήτες τους αποτέλεσε αφορμή για την ίδρυση μουσείων, όπως το Altes Museum στο Βερολίνο.
Κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής της Αιγύπτου το 1798, μεγάλες ποσότητες αιγυπτιακών αρχαιοτήτων συλλέχθηκαν από μια ομάδα 167 επιστημόνων και καλλιτεχνών και απεστάλησαν στη Γαλλία.
Όταν νικήθηκε ο Ναπολέων, οι Βρετανοί πήραν πολλά από τη συλλογή ως λάφυρα συμπεριλαμβανομένου του διάσημου Rosetta Stone-, και το τοποθέτησαν στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και παραμένει εκεί.
Επίσης, μετά από την ήττα του Ναπολέοντα στη μάχη του Βατερλώ η Πρωσία πήρε πίσω τα έργα τέχνης και τα πολιτιστικά αγαθά που έχουν κλαπεί από αυτούς με τη βία.
Μόλις πάνω από το ήμισυ των λεηλατημένων αντικείμενα επιστράφηκαν στις χώρες που ανήκαν. Αποστολές απεστάλησαν στην Γαλλία και αλλού και διεκδίκησαν αρχαία πολιτιστικά αντικείμενα, ίδρυσαν μουσεία και τα τοποθέτησαν εκεί. Η νέα αυτή εξέλιξη, μεταξύ άλλων, οδήγησε, και στην απόκτηση των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο το 1816.
Ο Wellington διοικητής των συμμαχικών στρατευμάτων εξέφρασε την αποδοκιμασία του σχετικά με την τακτική της στρατιωτικής λεηλασίας και με αυτή την άποψη συμφώνησαν πολλοί. Ο δούκας ο ίδιος πίστευε ότι οι λεηλασίες αποσπούν την προσοχή των στρατευμάτων από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και στρέφουν εναντίον τους τον ντόπιο πληθυσμό.
Αυτή η τελευταία εκτίμηση έπαιξε σημαντικό ρόλο στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, στον οποίο η Ένωση ήθελε να αποφύγει φθορές και λεηλασίες των συλλογών των μουσείων στο νότο και έτσι διέταξε ότι:
Κλασικά έργα τέχνης, βιβλιοθήκες, επιστημονικές συλλογές, ή πολύτιμα μέσα, όπως αστρονομικά τηλεσκόπια, καθώς και τα νοσοκομεία, πρέπει να ασφαλίζονται έναντι όλων ώστε αποφευχθεί η ζημία, ακόμη και όταν βρίσκονται σε χώρους, που πολιορκούνται ή βομβαρδίζονται.

Η άνοδος του έθνους-κράτους έφερε μαζί της μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ανάγκης να διατηρηθεί η εθνική κληρονομιά. Η ιδέα ότι η λεηλασία των πολιτιστικών αγαθών σε καιρό πολέμου θα πρέπει να τεθεί εκτός νόμου κέρδιζε διαρκώς έδαφος. Ευρωπαϊκές χώρες δημιούργησαν πολιτιστικούς καταλόγους για την προστασία των δικών τους αντικείμενων και την διαφύλαξη τους ως η κοινή ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά. Ακόμη και η καταστροφή και η λεηλασία του καλοκαιριού της κινεζικής αυτοκρατορίας στον Δεύτερο πόλεμο του οπίου το 1860 προκάλεσε ευρύτατες επικρίσεις στην Ευρώπη.
Το 1874, η Συμφωνία των Βρυξελλών έθετε εκτός νόμου την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι αρχές αυτές εκπονήθηκαν και κατά την πρώτη Διάσκεψη της Χάγης το 1899 και κατοχυρώθηκαν με τη Σύμβαση της Χάγης του 1907. Σύμβαση την οποία η Γερμανία είχε υπογράψει (ένα σημαντικό σημείο στην προβολή των γεγονότων αργότερα στον αιώνα).
Η Σύμβαση της Χάγης ρητά απαγόρευε αυτό που ονομάζεται «λεηλασία» ανέφερε ότι μια κατοχική χώρα πρέπει να ενεργήσει ως διαχειριστής της περιουσίας του ηττημένου κράτους και των πολιτών της. Το πρόβλημα ήταν, ωστόσο, ότι οι αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής των πολέμων με την χρήση του πυροβολικού και τον αδιάκριτο βομβαρδισμό των πόλεων καθιστούσε δύσκολη την διαφύλαξη των πολιτιστικών χώρων και των αντικειμένων από την καταστροφή τους.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ζέπελιν βομβάρδισαν το Λονδίνο, και από Γερμανικούς και από Αυστρο-ουγγρικούς βομβαρδισμούς καταστράφηκε το Σερβικό Εθνικό Μουσείο του Βελιγραδίου. Αποδείχτηκε αδύνατο να σταματήσουν τις καταστροφές όπως τη καταστροφή του Καθολικού Πανεπιστημίου της βιβλιοθήκης Leuven από τον γερμανικό στρατό το 1914 μαζί με διάφορα άλλα, λιγότερο διάσημα μνημεία.
Από την άλλη πλευρά, η πραγματική λεηλασία, και ιδίως η κλοπή ή η απομάκρυνση των έργων τέχνης, πραγματοποιήθηκε σε αρκετά περιορισμένη κλίμακα κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τουλάχιστον σε σύγκριση με αυτό που ήρθε μετά. Το αδιέξοδο στο δυτικό μέτωπο εξασφάλισε ότι υπήρξε μικρής ευκαιρίας για τις κατοχικές Γερμανικές δυνάμεις να λεηλατήσουν και να αποκτήσουν έργων τέχνης παράνομα από το Παρίσι διότι ήταν πολύ μακριά από τη γερμανική ζώνη.
Η λεηλασία πολιτιστικών αγαθών στην Ευρώπη, που έλαβε χώρα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επισκιάζει κάθε άλλη λεηλασία ακόμη και αυτή της Γαλλικής Επανάστασης και της Ναπολεόντειας περιόδου.
Η Επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία ακολουθήθηκε από μεγάλη κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας.
Στη Γερμανία, οι Ναζί πίστευαν ότι είχαν δικαίωμα να λάβουν μέτρα κατά των εχθρών του καθεστώτος, και των λαών που τους θεωρούσαν φυλετικά κατώτερούς τους, και συνεπώς δεν είχαν κανένα δικαίωμα ούτε σε περιουσιακά στοιχεία ή ακόμη και εν τέλει στη ζωή.
Στην πράξη, βέβαια, τέτοιες πεποιθήσεις δεν ήταν τίποτε άλλο από νομιμοποιημένες τυπικές πρακτικές λεηλασίας και απαλλοτρίωσης από το ναζιστικό κόμμα και το γερμανικό κράτος, Επίσης ήταν πολύ διαδεδομένες οι ατομικές πράξεις κλοπής, εκβιασμού και απόσπασης χρημάτων από τα απλά μέλη του ναζιστικού κόμματος, τους χαμηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους, λοκατζήδες κατά τη διάρκεια του πολέμου και τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων. Δεν αποτελεί έκπληξη, το Τρίτο Ράιχ σύντομα έγινε συνώνυμο της διαφθοράς.
Μερικά κορυφαία στελέχη των Ναζί χρησιμοποίησαν τη νεοαποκτηθείσα περιουσία τους για να δημιουργήσουν τις μεγάλες συλλογές έργων τέχνης, τόσο προσωπικά όσο και θεσμικά. Παράδειγμα ο Hermann Göring.
Αντιθέτως, ο πρώτος άνθρωπος του Ράιχ, Αδόλφος Χίτλερ, προτιμούσε τη συγκέντρωση έργων τέχνης για δημόσια χρήση. Ο Χίτλερ σκόπευε να μετατρέψει τη γενέτειρά του Λιντς, στην Αυστρία, σε πολιτιστική πρωτεύουσα του νέου Ράιχ .
Τον Μάρτιο του 1938, οι Ναζί εισέβαλαν στην Αυστρία. Οι Γερμανοί στρατιώτες και αυστριακοί Ναζί μπήκαν στα σπίτια των Εβραίων, κλέβοντας ό, τι ήθελαν, παίρνοντας από τις γυναίκες τα γούνινα παλτά και τα κοσμήματα τους, Τα SS και η Γκεστάπο κατέσχεσαν το περιεχόμενο των σπιτιών της Βιέννης και των εβραϊκών οικογενειών .
Στην κορυφή του καταλόγου ήταν οι Ρότσιλντ, των οποίων οι συλλογές κατασχέθηκαν και στη συνέχεια τέθηκαν σε πλειστηριασμό.
Μετά την κατάληψη της Γαλλίας το 1940,πολές ιδιοκτησίες των Γάλλων πολιτών που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα, έπεσαν στα χέρια του γερμανικού Ράιχ.
Λεηλασίες από τους Ναζί γίνονταν σε όλες τις κατακτημένες χώρες . Πίστευαν ότι η γερμανική κουλτούρα και το ναζιστικό μυαλό ήταν εγγενώς ανώτερο από εκείνη των άλλων, και οι κατώτερες φυλές δεν ήταν ικανές ούτε να διατηρήσουν τη δική τους κληρονομιάς ούτε να διασφαλίσουν σωστά τα προϊόντα άλλων πολιτισμών. Έτσι, τα γερμανικά πολιτιστικά εκθέματα έπρεπε να επαναπατρισθούν. Τέτοιες πεποιθήσεις θυμίζουν τη γαλλική άποψη, υπό τον Ναπολέοντα, που μόνο η Γαλλία είχε το δικαίωμα για την προστασία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, οι Ναζί όμως στο πιστεύω αυτό έδωσαν μια φυλετική διάσταση και το εφάρμοσαν στην ακραία εκδοχή της εθνικιστικής ιδεολογίας του δέκατου ένατου αιώνα ως την υποτιθέμενη κληρονομιά τους και όχι εκείνης του κλασικού κόσμου.
Οι εισβολείς Γερμανοί μετά την κατάληψη της Τσεχίας το 1939 άρχισαν την κατάσχεση αντικειμένων χωρίς αποζημίωση τόσο από δημόσιες όσο και ιδιωτικές συλλογές, από το Εθνικό Μουσείο την βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα, αλλά και από τα ανάκτορα των οικογένειων Αψβούργων, Schwarzenberg και Lobkowitz.
Ωστόσο, η λεηλασία του Χίτλερ στην Τσεχοσλοβακία ήταν σχετικά ήπια σε σύγκριση με εκείνη που πραγματοποίησε στην Πολωνία, όπου εισέβαλε το Σεπτέμβριο του 1939. Ο Χίτλερ ορκίστηκε να εξαφανίσει τον πολωνικό πολιτισμό και την ταυτότητα του από το πρόσωπο της γης. Οι Γερμανοί κατακτητές μετέφεραν μεγάλες ποσότητες των πολιτιστικών αντικειμένων. Αριστοκρατικές και Εξοχικές κατοικίες λεηλατήθηκαν, και πήραν τους θησαυρούς. Στις 16 Δεκεμβρίου 1939, οι γερμανικές αρχές διέταξαν την υποχρεωτική καταγραφή όλων των έργων τέχνης και πολιτιστικών αγαθών που χρονολογούνταν πριν από το 1850, μαζί με κοσμήματα, μουσικά όργανα, νομίσματα, βιβλία, έπιπλα και κατασχέθηκαν,
. Ο Χανς Φρανκ διοικητής της Πολωνίας, διακόσμησε στο σπίτι του στη Βαυαρία με τα κλεμμένα έργα τέχνης και τα ναυτιλιακά τρόπαια (όταν τα αμερικανικά στρατεύματα έφτασαν εκεί το 1945, βρήκαν ένα Ρέμπραντ, μια Da Vinci, μία του 14ου αιώνα Madonna από Κρακοβία, και άμφια και δισκοπότηρα από Πολωνικές εκκλησίες).
Αυτή η διαδικασία της λεηλασίας και της απαλλοτρίωσης επαναλήφθηκε σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα, όταν η Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιούνη 1941. Ανάμεσα στα πιο γνωστά από αυτά τα αντικείμενα ήταν η περίφημη Amber Room που είχε δοθεί στον Μεγάλο Πέτρο από τον βασιλιά Friedrich Wilhelm I της Πρωσίας και στη συνέχεια συμπληρώθηκε από περαιτέρω δώρα από τον διάδοχό του.
Από τους Σοβιετικούς, είχαν αφαιρεθεί πολλά από τους πολιτιστικούς θησαυρούς και δεν ήταν προσιτά στο γερμανικό στρατό. Δεν υπήρχαν μεγάλες ιδιωτικές συλλογές στη Σοβιετική Ένωση, δεδομένου ότι όλοι είχαν κατασχεθεί από το κομμουνιστικό κράτος, και οι Γερμανοί ποτέ δεν κατάφεραν να κατακτήσουν τη Μόσχα ή την Αγία Πετρούπολη. Παρ όλα αυτά αρκετά βρέθηκαν και λεηλατήθηκαν . Διακόσιοι εβδομήντα εννέα έργα ζωγραφικής μεταφέρθηκαν μακριά από το Kharkhov, τότε η τρίτη μεγαλύτερη πόλη στη Σοβιετική Ένωση και η πιο πυκνοκατοικημένη .
Η λεηλασία που πραγματοποιείται από τους Γερμανούς μεταξύ 1938 και 1945, ήταν άνευ προηγουμένου.
Μετά τη ναζιστική ήττα και την βιαστική υποχώρηση τους, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω πολυάριθμες συλλογές, όπου πολλές βρίσκονταν για φύλαξη στα κελάρια, τα ορυχεία και άλλες κρυψώνες μακριά από τη φωτιά της μάχης και την καταστροφικότατα των βομβαρδισμών. Ειδικές σοβιετικές μονάδες για την ανάκτηση των έργων τέχνης περιπλανιόταν στην ύπαιθρο ψάχνοντας για «θησαυρούς». Όσα βρέθηκαν μεταφέρθηκαν σε ειδική αποθήκη στη Μόσχα. Ένα και μισό εκατομμύριο πολιτιστικών αγαθών τελικά επέστρεψαν στην Ανατολική Γερμανία με τη δημιουργία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας σύμμαχο, της Σοβιετικής Ένωσης, μετά το 1949.

Στο χάος και την καταστροφή των τελευταίων μηνών του πολέμου, πολλά αξιόλογα πολιτιστικά αγαθά όλων των ειδών χάθηκαν ή καταστράφηκαν. Οι δυτικοί σύμμαχοι, αν μη τι άλλο, ως αποτέλεσμα της πίεσης επί των στρατιωτικών αρχών από τους ενδιαφερόμενους εμπειρογνώμονες τέχνης στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν πλήρη επίγνωση της ανάγκης να διατηρηθεί η πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης Το Ανώτατο Αρχηγείο του Αϊζενχάουερ δημιούργησε τη MFAA, επιφορτισμένη με τον εντοπισμό και τη διασφάλιση των πολιτιστικών αγαθών και την πρόληψη της λεηλασίας από τα Συμμαχικά στρατεύματα. Αμερικανοί αξιωματούχοι άρχισαν να δημιουργούν ένα κατάλογο των κλεμμένα έργων τέχνης για να αποτρέψουμ τους Ναζί από την αγοραπωλησία των έργων τέχνης όταν η μνήμη του πολέμου θα είχε ξεθωριάσει. Όταν ο στρατός απελευθέρωνε τις πόλεις ακολούθησε η MFAA, έβρισκε τα έργα τέχνης τα αποθήκευε και ξεκινούσε η διαδικασία για την επιστροφή τους στους αρχικούς ιδιοκτήτες τους.
Με τα φορτηγά και τα τρένα πολλές χιλιάδες πίνακες ζωγραφικής, σχέδια, γλυπτά, altarpieces και άλλα αντικείμενα διακινήθηκαν σε όλη την Ευρώπη και πίσω στον τόπο καταγωγής τους. Τα σημεία συλλογής τελικά έκλεισαν το 1951, τα υπόλοιπα αντικείμενα παραδόθηκαν σε γερμανικό οργανισμό, ο οποίος επέστρεψε άλλο ένα εκατομμύριο ευρήματα στους ιδιοκτήτες τους, τα τρία τέταρτα εξ αυτών εκτός της Γερμανίας, κατά τα επόμενα δέκα χρόνια. Οι υπόλοιπες, περίπου τρεις χιλιάδες πεντακόσιες παρτίδες, στη συνέχεια διανεμήθηκαν στα γερμανικά μουσεία και σε άλλα ιδρύματα από τα οποία θα μπορούσαν και μπορούν ακόμα, να απαιτηθούν, από τους ιδιοκτήτες τους.
Αναπόφευκτα, ένας μεγάλος αριθμός κομματιών είκοσι χιλιάδες εξ αυτών σύμφωνα με μια εκτίμηση παραμείνει στα αζήτητα. Τα περισσότερα από αυτά είναι μικρά αντικείμενα, ασήμι, κοσμήματα, τα πιατικά και τα παρόμοια, ή έργα ζωγραφικής και σχέδια από ελάσσονες καλλιτέχνες που έχουν διαφύγει της προσοχής των εμπειρογνωμόνων τέχνης.
Μετά την επιστροφή των έργων τέχνης στους ιδιοκτήτες της, την επαύριον του πολέμου, ο αριθμός των δράσεων αποκατάστασης και των αξιώσεων μειώθηκαν απότομα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Επιπλέον, έληξαν οι προθεσμίες για τις νομικές αξιώσεις για την επιστροφή των κλοπιμαίων που υπήρχαν, και εξακολουθούν να υπάρχουν, σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, τριάντα χρόνια, Αγγλία, έξι χρόνια). Μόνο δύο χώρες στην Ευρώπη δεν διαθέτουν τέτοια νομοθεσία: Πολωνία, λόγω του μεγάλου αριθμού αντικειμένων που εκλάπησαν, και η Ελλάδα, λόγω των μαρμάρων του Παρθενώνα.
Στη συνέχεια, το 1989-90, ήρθε η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση του κομμουνισμού. Άνοιξαν δικαστικές υποθέσεις για αποζημιώσεις των ζημιών που προκλήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς για την αποκατάσταση των σπιτιών και των επιχειρήσεων .
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, και σε κάποιο βαθμό και αλλού, η ιστορική μνήμη του Ολοκαυτώματος με τη δημιουργία μουσείων, κινηματογραφικών ταινιών ευαισθητοποίησαν τους λαούς και προέβησαν στην καταδίκη τέτοιων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Η δεκαετία του 1990 είδε την ανανέωση σε δίκες για εγκλήματα πολέμου σε ορισμένες χώρες (αν και λίγοι σε αριθμό και όχι ομοιόμορφα επιτυχημένες). Επίσης τα αρχεία της Ανατολικής Ευρώπης άνοιξαν για την έρευνα.


Τον Δεκέμβριο του 1998 στην Ουάσιγκτον, πραγματοποιήθηκε μια διάσκεψη για το Ολοκαύτωμα-Era Assets από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ όπου έλαβαν μέρος πάνω από σαράντα εθνικές κυβερνήσεις και πολυάριθμες ΜΚΟ . Η συνάντηση βασίστηκε στην εμπειρία του διεθνούς συνεδρίου του προηγούμενου έτους, και ασχολήθηκε με το θέμα του ναζιστικού χρυσού, συμπεριλαμβανομένων του χρυσού που δημιουργήθηκε από τα σφραγισμένα δόντια των θυμάτων κατά την εξόντωσης τους, χρυσός όπου μετά το τέλος του πολέμου, βρίσκεται στα θησαυροφυλάκια των ελβετικών τραπεζών .
Η διάσκεψη του 1998 απαίτησε την αναγνώριση όλων των έργων τέχνης που είχαν κατασχεθεί από τους Ναζί, με σκοπό να επιστρέψουν στους πρώην ιδιοκτήτες τους, για λόγους ηθικής, ακόμη και αν δεν είχαν δικαίωμα από το νόμο. Οι δεσμεύσεις στη διάσκεψη της Ουάσινγκτον ακολουθήθηκαν από παρόμοιες συμφωνίες που έγιναν με οργανισμούς τέχνης, γκαλερί και διευθυντές μουσείων. Υπήρξαν ψηφίσματα από διεθνείς οργανισμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης προς την ίδια κατεύθυνση. Σε αυτό το κλίμα, οι πιθανότητες των εναγόντων για επιστροφή των λεηλατημένων έργων τέχνης αυξηθήκαν δραματικά.
Λαμβάνοντας υπόψη το ευνοϊκό περιβάλλον για την επιστροφή των κλεμμένων έργων τέχνης, πολλοί ανέμεναν μουσεία και αίθουσες τέχνης να κινηθούν και να διεκδικήσουν με αξιώσεις τα αντικείμενα που τους ανήκουν. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Σε πολλές περιπτώσεις, δεν υπήρχαν τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχαν χαθεί κατά την διάρκεια του πολέμου. Συχνά οι αρχικοί ιδιοκτήτες είχαν πεθάνει, όπως και οι κληρονόμοι τους είχαν σκοτωθεί από τους Ναζί.
Ιδρύματα, μουσεία και γκαλερί κατείχαν τη γνώση, τα αποδεικτικά στοιχεία για να προβούν σε ενέργειες για την ανακτήσει των κλεμμένων έργων τέχνης, το ίδιο σπάνια ίσχυε και για ιδιώτες . Έτσι, μόνο ένα μικρό μέρος από τα έργα που λεηλατήθηκαν κατά τα έτη 1933 - 1945, διεκδικήθηκαν ή διεκδικούνται με αξιώσεις.
Υπάρχει μια σαφής σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης κάθε χώρας για τη διαφύλαξη της δικής της πολιτιστικής της κληρονομιάς και την ανάγκη της παγκόσμιας κοινότητας να γνωρίσει άλλους πολιτισμούς μέσω των καθολικών μουσείων όπως το Μητροπολιτικό ή το Βρετανικό Μουσείο. Συνεχείς προσπάθειες και διαμάχες προκειμένου να δεχθεί ένα μουσείο την εγκυρότητα της αξίωσης επιστροφής(ένα αντικείμενο που έχει κλαπεί σχετικά πρόσφατα, ή όταν πρόκειται για αντικείμενο μεγάλης πολιτιστικής και ιστορικής σημασίας για το έθνος ή την περιοχή από την οποία προέρχεται), ενός πολιτιστικού αντικειμένου στη χώρα προέλευσής του.
Ενώ υπάρχει μια ειλικρινής και σε κάποιο βαθμό αποτελεσματική παγκόσμια προσπάθεια για την αποκατάσταση της τέχνης που λεηλατήθηκε κατά τη ναζιστική περίοδο, οι προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας όσον αφορά την πρόληψη λεηλασιών και καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι ανεπιτυχής, όπως διαπιστώνουμε κατά τη διάρκεια των νέων στρατιωτικών συγκρούσεων. Αν και υπάρχει τώρα διεθνή νομοθεσία για την διατήρηση των πολιτιστικών αντικειμένων σε περιόδους πολέμου, εξακολουθεί να είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί αποτελεσματικά.
Όπως στη δεκαετία του 1990 με τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία όπου οι σερβικές δυνάμεις κατέστρεψαν τη δημόσια βιβλιοθήκη στο Σεράγεβο, σε μια προσπάθεια να εξαλείψουν την πολιτιστική και ιστορική μνήμη της Βοσνίας, καθώς και η κροατική Gunners χτύπησε τη γέφυρα στο Μόσταρ και προέβηκε σε βανδαλισμούς σε σερβική ορθόδοξες εκκλησίες .
Στο χάος που επικράτησε μετά την εισβολή στο Ιράκ από αμερικανικά και συμμαχικά στρατεύματα στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, το κίνητρο για τη λεηλασία και την καταστροφή δεν ήταν η πολιτιστική γενοκτονία, αλλά το ίδιον όφελος, σε συνδυασμό με τη στρατιωτική αδιαφορία. Ο δημοσιογράφος Robert Fisk σημείωσε:Ήμουν από τους πρώτους που εισήλθαν στην λεηλατημένη Βαγδάτη, στο δρόμο υπήρχαν σωροί από σπασμένα Βαβυλωνιακά αγγεία και σπασμένα ελληνικά αγάλματα που προέρχονταν από το αρχαιολογικό μουσείο, Πρόσεξα και την ισλαμική βιβλιοθήκη της Βαγδάτης που ήταν μέσα στις φλόγες.
Ο Fisk εξηγεί: Από τα 4.000 αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν το 2005 από τα 15.000 αντικείμενα που λεηλατήθηκαν από το Μουσείο της Βαγδάτης δύο χρόνια νωρίτερα, χιλιάδες βρέθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. . . 600 στην Ιταλία, πολλά από τα οποία λεηλατήθηκαν κατόπιν παραγγελίας από ιδιώτες συλλέκτες . Η απληστία, σημείωσε, είναι παγκοσμιοποιημένη.
Είναι ζωτικής σημασίας να αντλήσουμε διδάγματα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και να τεθούν αποτελεσματικές ρυθμίσεις, εκ των προτέρων για τις μελλοντικές μάχες για τη διάσωση και αποκατάσταση των πολιτιστικών αγαθών και την πρόληψη των λεηλασιών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν έγιναν στο Ιράκ το 2003, και η καταστροφή ήταν τεράστια.
Η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να αποτρέψει τη λεηλασία και καταστροφή κατά τη διάρκεια της εμφύλιας διαμάχης, αλλά μπορεί να λάβει μέτρα για την ελαχιστοποίηση στην περίπτωση των διακρατικών συγκρούσεων.
Πάνω απ 'όλα, πρέπει να είναι περισσότερο προσεκτικοί στην παρακολούθηση του εμπορίου της τέχνης με πολιτιστικά αντικείμενα, που στον απόηχο των συγκρούσεων, όπως αυτές στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν, έχουν κλαπεί. Επίσης, να επιβάλουν το νόμου, παρεμβαίνοντας με κυρώσεις εναντίον εκείνων που ενθαρρύνουν ή πραγματοποιούν τέτοιες πράξεις.
Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, κάθε κράτος έχει καθήκον να ενεργεί ως διαχειριστής για την προστασία των πολιτισμών όλων των εθνών.