Εκατό χρόνια από τον θάνατό του.
Από τη σύνταξη.
Όπως και άλλοι Έλληνες ηθογράφοι της γενιάς του 1880, έτσι και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) κατάγονταν από μη αστική τουρκοκρατούμενη περιοχή. Γιός παπά από τη Σκιάθο, δεν είχε στη διάθεσή του καμιά από τις κοσμοπολίτικες δυνατότητες που είχαν άλλοι πεζογράφοι. Άφησε το πανεπιστήμιο Αθηνών χωρίς να πάρει πτυχίο, για οικονομικούς λόγους. Για βιοποριστικούς λόγους γράφει και μεταφράζει ιστορικά μυθιστορήματα και νουβέλες για περιοδικά. Η ενασχόλησή του αυτή επηρέασε το συγγραφικό του έργο. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο πρώτος αποκλειστικά επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα, με την έννοια ότι έγραφε για βιοπορισμό.
Η συγγραφική του σταδιοδρομία, ως ενός από του εξέχοντες έλληνες συγγραφείς αρχίζει το 1887 με το διήγημα «Το Χριστόψωμο», ακολουθούν διακόσια περίπου διηγήματα, μεταξύ των οποίων και ο «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» (1893), «Η Φόνισσα» (1903) το πιο επιτυχημένο του έργο, και τα «Ρόδινα ακρογιάλια» (1907)
Η ηθογραφία (1880-1910) στρέφονταν στην αναπαράσταση της ελληνικής πραγματικότητας, ιδιαίτερα της ελληνικής επαρχίας. Τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα του νατουραλισμού και του ρεαλισμού συνόδευαν την ελληνική ηθογραφία. Στα έργα τη περίοδο αυτή είναι έκδηλη η γλωσσική διαμάχη του ζεύγους δημοτικής ,καθαρεύουσας. Στο ίδιο αφήγημα διαπιστώνουμε μιαν αντιθετική συνύπαρξη των δύο γλωσσικών μορφών , μιας λόγιας για το μέρος του αφηγητή και μιας λαϊκής για τον ευθύ λόγο των προσώπων, το διάλογο.
Η πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση υφολογικής πολυγλωσσίας είναι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η βασική του θεωρητική θέση του, όπως διατυπώνεται στο άρθρο του «Γλώσσα και κοινωνία»(1907), συνίσταται στην απόκρουσή του ψυχαρισμού, επειδή έρχονταν, μαζί με τους άλλους «ξενισμού» από την Ευρώπη. Ωστόσο στο αφηγηματικό έργο του Παπαδιαμάντη διαπιστώνουμε γλωσσική πολυφωνία: η καθαρεύουσα χρησιμοποιείται στον λόγο του κύριου αφηγητή, στον λόγο του εσωτερικού αφηγητή, όταν πρόκειται για μορφωμένο, η απλή καθαρεύουσα χρησιμοποιείται σε διαλόγους, ιδίως κληρικών ή άλλων μορφωμένων, η δημοτική χρησιμοποιείται σ ολόκληρη τη εσωτερική αφήγηση στο λόγο του κύριου αφηγητή με εισαγωγικά ή πλάγια γραφή και στο διάλογο των προσώπων. Χρησιμοποιεί επίσης τοπικές διαλέκτους (κυρίως της Σκιάθου) και ιδιολέκτους.
Στο πεζογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη διαπιστώνουμε τη συγγένεια με τον Βιζυηνό σε αφηγηματολογικό επίπεδο. Ο Παπαδιαμάντης δημιούργησε αφηγήματα που υπερβαίνουν τις συμβάσεις της ρεαλιστικής αφήγησης, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από «ποιητικότητα ή λυρικότητα». Μία άλλη ομοιότητα με τον Βιζυηνό είναι και η χρήση στα κείμενά τους, όπως προαναφέραμε. παλιότερων γλωσσικών τύπων ή της καθαρεύουσας και μιας ιδιωματικής δημοτικής που σχεδόν πάντα απηχεί το ιδίωμα του τόπου καταγωγής των συγγραφέων.
Το διήγημα «Όνειρο στο Κύμα» είναι ένα παραδειγματικό παπαδιαμαντικό κείμενο με την έννοια ότι σε αυτό αντιπαρατίθενται δύο διαφορετικοί κόσμοι, ένα κόσμος ρεαλιστικός και ένας φανταστικός ή υπερβατικός. Ο Παπαδιαμάντης διαφοροποιείται από τις ρεαλιστικές συμβάσεις της ηθογραφίας, κάτι που το επισημαίνει και ο Κώστας Στεργιόπουλος (1986).Διαπιστώνουμε ότι το στοιχείο που συνδέει το έργο του Παπαδιαμάντη με τον νατουραλισμό είναι το ενδιαφέρον του για τι σκοτεινές δυνάμεις της ψυχής ενώ τα στοιχεία που συνιστούν τον λυρισμό του χαρακτήρα σχετίζονται με το «μεταφυσικό υπόβαθρό του».
Τα απάντα του Παπαδιαμάντη εξεδόθησαν με φιλολογική και κριτική επιμέλεια του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου ( 5 τόμοι, Δόμος , Αθήνα 1981-88). Αρκετά αό τα διηγήματά του κυκλοφορούν και άλλες εκδόσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
1. Α. Αναστασιαδου, Η Γενιά του 1880.Πεζογραφία-Ποίηση στο
Γράμματα ΙΙ Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ο αιώνας), Πάτρα 2000,
εκδ. ΕΑΠ.
2. R.Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, μτφ. Ευαγγελία
Ζούργου-Μαριάννα Σπανάκη,, Αθήνα 1996, εκδ. Νεφέλη.
3. Μ. Κπιδάκης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1999, εκδ. Ελληνικό
Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχαίο.
γ.ξ.
Γιατί διαβάζουμε Παπαδιαμάντη σήμερα
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο πένης.
Διαφορετικοί σε ηλικία και επάγγελμα αναγνώστες του Παπαδιαμάντη, από τον φιλόλογο και εκδότη του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο και τον ζωγράφο Χρήστο Μποκόρο μέχρι τον μουσικό Μάνο Αχαλινωτόπουλο, μας εξηγούν γιατί διαβάζουν σήμερα τον Σκιαθίτη διηγηματογράφο.
Γιατί τον αγαπάμε ακόμη
Σπυρος Γιανναρας
«Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολυσυλλεκτικού κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας κι όχι σε εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε ν' απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτόν. (...) Ομως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέλησή μας». Με αυτά τα λόγια ξεκινούσε ο αείμνηστος Χρήστος Βακαλόπουλος την αποτίμηση της σχέσης μας με τον Σκιαθίτη διηγηματογράφο στα 1991. Σήμερα, έναν αιώνα από τον θάνατό του, πολλά έχουν αλλάξει κι εμείς μοιάζει να έχουμε προχωρήσει μακριά στον δρόμο που μας απομακρύνει από εκείνον. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα πρώτα επίχειρα της φαντασιώδους επιθυμίας μας για άκοπη κι απρόσκοπτη, αέναη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής μας ευχέρειας στην οποία στηρίξαμε τη ζωή μας, με την κατάλυση της υποτυπώδους κοινωνικής μας συνοχής να φαντάζει πιθανό απώτερο ενδεχόμενο.
Ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούν σήμερα να απολαύσουν το παπαδιαμαντικό κείμενο συρρικνώνεται διαρκώς. Κυρίως όμως μοιάζει να έχει μειωθεί δραστικά ο αριθμός όσων μπορούν να συλλάβουν ολόκληρο, αδιαχώριστα δηλαδή, το έργο μαζί με τον άνθρωπο. Γιατί ο Παπαδιαμάντης που διεκδικεί επάξια μια θέση στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα είναι κάτι πολύ παραπάνω από έναν εξαίσιο ηθογράφο της αλλοτινής Ελλάδας, που στήνει στα πόδια τους με ανυπέρβλητο τρόπο ολοζώντανους εμβληματικούς χαρακτήρες μιας δεδομένης κοινωνίας. Αν ο Παπαδιαμάντης μας αποκαλύπτει, σύμφωνα με τον Βακαλόπουλο «την ιερή μελωδία της πραγματικότητας», έναν σεβάσμιο δηλαδή τρόπο σχέσης με ανθρώπους και πράγματα πέρα από τη χρηστική ωφελιμοθηρία, η αντιμετώπισή του μόνο ως μεγάλου συγγραφέα ή μόνο ως ταπεινού ασκητή απειλεί να τον ακυρώσει, θίγοντας την ακεραιότητά του.
Παρόλα αυτά, ίσως τώρα να μπορούμε να αποτιμήσουμε ευκολότερα τη σχέση μας μαζί του. Ζητήσαμε λοιπόν από διαφορετικούς σε ηλικία και επάγγελμα, αναγνώστες του να μας εξηγήσουν γιατί τον διαβάζουν σήμερα. Από τις απαντήσεις προκύπτει ότι ο Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να λάμπει παρά τη θέλησή μας, λειτουργώντας ως μεσάζων στην ανακάλυψη ενός βαθύτερου εαυτού μας από τον οποίο δεν έχουμε αποκοπεί πλήρως.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποιητής πάνω απ’ όλα
Παντελής Μπουκάλας
«Εν τινι παρεκκλησίω της εν... Μονής υπήρχε κιβώτιόν τι παλαιόν και σεσαθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων. Ουδείς των σοφών περιηγητών των επισκεφθέντων κατά καιρούς την βιβλιοθήκην της Μονής ηξίωσε να ρίψη εκ περιεργείας βλέμμα και προς το λησμονημένον κιβώτιον». Παπαδιαμάντης. Προφανώς. «Οι έμποροι των εθνών». «Τι σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικόν της καραβάνας, ψάλτην του γλυκού νερού, που κοιτάζεις στο βιβλίον και τα λες στα κουτουρού• ιμάμην των Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαμάμην των Μποχώρηδων εξάρχοντα• αμανετζήν ηχηρότατον και μπατακτσήν οχληρότατον. Μας λίγωσες απ' τη γλύκα τας ψυχάς ημών». Κι αυτό Παπαδιαμάντης. Σατιρικότατος, με την «Ακολουθία του Σπανού», του 14/15ου αιώνα, οπωσδήποτε υπόψη του («Αλαλα τα χείλη των μιαρών, σπανών των κακίστων, και μεγάλων κακοποιών»). Δηλαδή, όχι προφανώς Παπαδιαμάντης, τουλάχιστον έτσι όπως δημιουργήθηκε με τα χρόνια, και ερήμην του, η λογοτεχνική «προφάνειά» του και όπως καλλιέργησε τις προσδοκίες των αναγνωστών του η καθυπόταξή του στο στενό σχήμα του «αγίου των γραμμάτων».
«Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σκοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη μου, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως» σχοίνισμα κληρονομίας» δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει». Παπαδιαμάντης. Και πάλι προφανώς, «Ονειρο στο κύμα», με ηπιότερη δημοτική, πλην με τη Γραφή και τη γνώση της παρούσα όσο σε ελάχιστους. Αλλά και το επόμενο Παπαδιαμάντης, δημοτικός, και γι' αυτό «απροσδόκητος», τουλάχιστον κατά τα στερεότυπα: «Μοναχός εγώ αγρυπνάω, / νυχτερεύω μοναχός• 'λεημοσύνη σάς ζητάω, / νύχτα, δόλι' αγάπη, φως!» - ακριβώς στο βηματισμό τού «Μοναχή το δρόμο επήρες...»
Δεν χρειαζόταν να συνυπολογίσει τους παραπάνω στίχους ο Σεφέρης για να συμπεράνει πως «η μόνωση των Ελλήνων ποιητών είναι μεγάλη• είτε ο ποιητής ονομάζεται Κάλβος, είτε Παλαμάς, είτε Παπαδιαμάντης». Το κρίσιμο άλλωστε στο σεφερικό πόρισμα είναι ο χαρακτηρισμός του Σκιαθίτη ως ποιητή. Αυτό ήταν: ποιητής. Κι όχι λόγω των λιγοστών ποιημάτων του. Τα πεζά του, ένας κόσμος πλήρης μες στην ποικιλία του, του δίνουν τον τίτλο με ακέραιη την ουσία του.
Με τις ανταύγειες του υψιδρόμου σέλαος
Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος*
Σε μια απαρατήρητη αλλά οξυδερκέστατη υποσημείωσή του ο Σεφέρης γράφει ότι το δόγμα του Παπαδιαμάντη έγινε «φύσις», τόσο που να τον μειώνει καίρια κανείς όταν το παραβλέπει (το δόγμα). Την επανέλαβε με ολόκληρο δοκίμιο εδώ και 50 χρόνια ο Λορεντζάτος, ωστόσο οι μειώσεις είναι αναρίθμητες. Δεν είναι άσχετες με την «φύσιν» του αυτές οι αράδες του Παπαδιαμάντη : «Ω, αι ώραι του λυκαυγούς!... Ιδού «αυτόμαται ήξαν πύλαι» ας έχον ώραι, πλην ας αφήσωμεν τους παλαιούς, και ας ψάλωμεν μετά του Κοσμά του θεσπεσίου: «Προσενωπίω σοι ώραι, υπεκλίθησαν, φως γαρ και προ ποδών υψίδρομον σέλας, Χριστέ...»» (226. 23-26). Παρέλκει εδώ η ερμηνεία της διάβασης από τον Ομηρο στον Κοσμά. Θέλω να πω μόνο ότι διαβάζω τον Παπαδιαμάντη αχώριστο από την «φύσιν» του, με όσες ανταύγειες του υψιδρόμου σέλαος αξιώνομαι και πάντοτε με σκηνικό την παπαδιαμαντική θάλασσα της Λίμνης Ευβοίας, απείκασμα του «άνω βυθού».
* Φιλόλογος - Επιμελητής Απάντων Παπαδιαμάντη
Ζωή σαν ηθογραφία
Νίκος Γ. Ξυδάκης
Είχα την τύχη να ακούσω Παπαδιαμάντη στο εξατάξιο γυμνάσιο και να διδαχθώ καθαρεύουσα και αρχαία. Δεν λάτρευα τα εις -μι ρήματα, αλλά τα διηγήματα του Σκιαθίτη-Αθηναίου έφερναν ρίγη ακατανόητα στην εφηβική ψυχή, σχεδόν ισοδυνάμως με τον Καρυωτάκη και το ροκ. Εκτοτε επιστρέφω συχνά. Αλλιώς. Διαρκώς.
Με τον καιρό, βυθίστηκα στην πρόζα του, τη μουρμουριστή και εμμελή, ακολούθησα το βλέμμα του πάνω στους ανθρώπους, το βλέμμα του που χαϊδεύει εταστικά λοφίσκους και γραΐδια, τον τρόπο με τον οποίο ιχνογραφεί απαλά το κοινό και το κύριο, εισέπνευσα το ψυχικό άρωμα της ακατακρισίας, της συμπόνιας, της συχώρεσης, της αγάπης. Με τον καιρό, άρχισα να σκέφτομαι ότι ο Παπαδιαμάντης μάς έμαθε να βλέπουμε τον τόπο που ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, ανθρώπους αντινομικούς, παλαιούς, παράφορους, αλλοπρόσαλλους, δαιμονισμένους και άγιους, σοφούς, ανθρώπους που ζουν τη ζωή σαν ηθογραφία διάστικτη από ποταπότητα και μεγαλείο. Με τον καιρό, ένιωσα ότι ο Παπαδιαμάντης έβαλε στο ορατό φάσμα τον κόσμο μας με τρόπο συναρπαστικό και δυσχερή, τέτοιο που απαιτεί από τον αναγνώστη ένα ορισμένο ήθος, άσκηση, κόπο. Και, παραδόξως, ανεξιθρησκεία: ο ορθόδοξος και Ελλην Παπαδιαμάντης μάς ιστορεί σαν μείγματα φωνών και δοξασιών, σαν γοητευμένους από το νάι φερέοικου δερβίση, σαν συνδαιτυμόνες του δόκτορος Βουντ, σαν τον αντινομικό Κερκυραίο μπαρμπα-Πύπη, βαφτισμένο καθολικό μα πολέμιο του Πάπα, γαλουχημένο Δυτικό μα πολέμιο των Αγγλων, όστις τα «πατερμά του ήξευρε ρωμέικα» και τάμα είχε να κατεβαίνει πεζός ώς τον Πειραιά για την Ανάσταση.
Καθώς μας ιστορεί, μας διδάσκει• μάλλον, μας υποβάλλει αβίαστα να μας βλέπουμε πραγματικά, ένυλα, ιστορικά και ταυτοχρόνως να μας φανταζόμαστε υπέρτερους, να προβάλλουμε την αλήθεια μας πέραν του χαμηλού μας βίου, στον απέραντο γλαυκό ορίζοντα του πελάγους. Ακούγοντας τη σιγαλή, ψαλτική του πρόζα, μινύρισμα τρυγόνος και δοξολογία κορυδαλλού, μάθαμε να διακρίνουμε τη βαθύτερη ουσία των καταγωγικών ιχνών: ξωμάχοι, εργατικοί, μικροαστοί, τυχοδιώκτες, πλάνητες, αλαφροΐσκιωτοι, αγυιόπαιδες, αναδύθηκαν μπρος τα μάτια μας, έγιναν ορατοί, κι ήταν οι δικοί μας άνθρωποι, γονείς και γείτονες• καδραρισμένοι σε τοπία ξάφνου ορατά, φωτισμένα αλλιώς, τοπία που έμεναν αθέατα, ασυναίσθητα - ελαιώνες, ακρωτήρια, λιμάνια, κρασοπουλιά, καφενεία, τελωνεία, λοιμοκαθαρτήρια, μαχαλάδες, περιβόλια, αμπέλια, λαγκάδια, ναΐσκοι, αρσανάδες... Κι ήταν ο δικός μας κόσμος, τόσο σύνθετος, τόσο πλούσιος, όσο ο κόσμος του Μπαλζάκ, του Φλωμπέρ, του Τσέχωφ, του Ντοστογιέφσκι. Κόσμος που αξίζει να ζεις και να τον παλεύεις, χωρίς βαρυγκώμιες και συμπλέγματα, κόσμος φιλόσοφος και αναστοχαστικός. Χωρίς εκβιασμένα ηθικά διδάγματα, αλλά με βαθιά ενσυναίσθηση: «Ο γερο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής• ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει...».
Τελικά, ήταν συχωριανός μου...
Σπύρος Παπαδόπουλος*
Οι ιστορίες που άκουγα για σχεδόν τριάντα χρόνια, μιλούσαν για μεγάλες ιδέες, επιστήμη ή σημαντικές ημερομηνίες. Αφηναν όμως μονίμως απ' έξω τους ανθρώπους. Αυτούς τους ανθρώπους που βλέπαμε Πάσχα - καλοκαίρι στο χωριό να κρύβονται πίσω από τόνους σεμεδάκια ή αυτούς που όλο τον υπόλοιπο καιρό στην Αθήνα, μετά από πέντε ποτήρια κρασί άλλαζαν τον τρόπο που προφέρουν τα φωνήεντα. Το κενό αυτό, μάλλον αποτυχημένα, παλεύαμε να γεμίσουμε κατασκευάζοντας ιστορίες που μυρίζουν ανθρωπίλα και ίσως μια στάλα δέος. Τις φτιάχναμε, εφευρίσκοντας άκομψες πλάκες στον παράδρομο της Συγγρού ή παρακολουθώντας έντρομοι τους Πόντιους συμφοιτητές μας στην Κομοτηνή, να λένε πως η γιαγιά ενός απ' αυτούς, καθάριζε τα αυτιά της, χρησιμοποιώντας εφημερίδα, μέλι και ένα αναμμένο σπίρτο.
Σε κάποια γιορτή ήρθε σαν δώρο να γεμίσει το κενό, το βιβλίο με τίτλο «Τα σκοτεινά παραμύθια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη». Εκεί νόμισα πως βρήκα υπαινιγμούς που απαντούσαν σε όλων των ειδών τις άκυρες ερωτήσεις, όπως ας πούμε στο γιατί μαζευόμασταν τα βράδια μπροστά στο κλειστό σχολείο του χωριού και σχεδόν τρομαγμένοι λέγαμε για τον δρόμο προς την Παναγία (δηλαδή το νεκροταφείο) ή τη μυθική Γουρούνα. Ο Παπαδιαμάντης αποδείχτηκε ότι δεν είχε σχέση με τη Σκιάθο, παρά ήταν συχωριανός μου. Μάλιστα, μοιραζόταν τα ίδια μυστικά με τον παππού του Γιάννη, που γνώριζε καλά τις υπέροχες νεράιδες που ζούσαν στο ποτάμι και έκρυβαν στον κόρφο τους ένα ποθητό και ζόρικο μαντήλι. Ο Παπαδιαμάντης ήξερε την Ε., στην οποία πήγαιναν ντόπιοι και ξένοι (καμιά φορά έρχονταν και απ' τον Καναδά) για να ρωτήσουν για το μέλλον. Εκείνη έκρυβε τα άσχημα νέα και εκκλησιαζόταν τακτικά.
Ο Παπαδιαμάντης εντέλει, εξηγούσε με ακρίβεια γιατί δεν αισθανόμουν δέος μπροστά στους γκρεμούς ή τις σφαίρες, αλλά μπροστά στις θείες που ψιθύριζαν ακατάληπτα λόγια και στα κορίτσια που χαμογελούσαν κρυφά απ' τη μάνα τους. Ο Παπαδιαμάντης απαντούσε όταν κάναμε τη μία και μοναδική ερώτηση: «Η Αγία ηδύνατο ίσως να με θεραπεύση, αλλά εγώ δεν επεθύμουν να θεραπευθώ. Θα επροτίμων να καίωμαι εις την φλόγαν την βραδείαν...»
* Νομικός, blogger
Η Δύση και η καθ’ ημάς Ανατολή
Κώστας Κουτσουρέλης*
Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μνημονεύουμε για τους λόγους που μνημονεύουμε κάθε κορυφαίο συγγραφέα. Πρωτίστως, για όλα αυτά που το έργο του μας προσφέρει τόσο πλουσιοπάροχα: τη ρωμαλεότητα της περιγραφής, την ευαισθησία του βλέμματος, την ποικιλοχρωμία της έκφρασης, τον διάχυτο λυρισμό. Τα διηγήματά του είναι μια γιορτή της ελληνικής γλώσσας και την ίδια στιγμή ένας οδηγητικός μίτος μες σ' έναν κόσμο φαινομενικά παρωχημένο, αλλά ωστόσο μονίμως παρόντα. Κάτω απ' το καιρικό πέπλο των χαρακτήρων του βρίσκει κανείς, μόλις βαλθεί να το ανασηκώσει, αδρές και αναγνωρίσιμες φιγούρες, οικείες συμπεριφορές, ήθη και έθη ανεξίτηλα. Με δύο λόγια, βρίσκει ο καθένας μας ατομικά, συμπυκνωμένο όπως μόνο η λογοτεχνία το μπορεί, κάτι απ' τον ίδιο του τον εαυτό.
Ομως, Παπαδιαμάντη μνημονεύουμε και για έναν άλλο λόγο, εξίσου, μπορεί και περισσότερο βαρύνοντα. Οπως συμβαίνει με τους δημιουργούς που περιέρχονται στη μικρή εκείνη ομάδα των σημαδιακών, ο Παπαδιαμάντης είναι ένας από τους νοηματοδότες της νεότερής μας ταυτότητας, ένας από τους στυλοβάτες της συλλογικής μας αυτοκατανόησης. Το έργο του μας συναρπάζει επειδή εικονογραφεί όσο λίγα τη σταθερότερη απ' τις σταθερές του νεοελληνικού βίου, τη μόνιμη διελκυστίνδα ανάμεσα στη Δύση και στη δική μας, καθ' ημάς, Ανατολή. Και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Η αμφιθυμία λ.χ. ανάμεσα στο άστυ και την ύπαιθρο, μεταξύ της αλληλέγγυας αλλά ασφυκτικής Κοινότητας και της απρόσωπης πλην ανεκτικής Κοινωνίας, μεταξύ της πίστης στην Πρόνοια απ' τη μια, και της πίστης στην Πρόοδο απ' την άλλη, όλα αποτυπώνονται ανάγλυφα στο έργο του.
Ο Παπαδιαμάντης, βέβαια, έχει κι αυτός τις προτιμήσεις του• συχνά παίρνει θέση. Γι' αυτό, κάποιοι τον είδαν σαν ιδεολογικό ταγό. Κάποιοι άλλοι, τον αναγόρευσαν εχθρό. Δεν έχει σημασία. Δική του νίκη, νίκη του συγγραφέα, είναι ότι και οι μεν και οι δε δεν σταματούν να τον διαβάζουν.
* Ποιητής, μεταφραστής
Η ουτοπία της κοινότητας
Χρήστος Μποκόρος*
Ακόμη με συνεπαίρνει έκπληξη και θαυμασμός, όταν η τέχνη σώζει το ελάχιστο της καθημερινής μας συνθήκης και το αξιώνει ως συλλογική αλήθεια στην αιωνιότητα. Δεν συμβαίνει βέβαια συχνά, δεν είναι το σύνηθες στην τέχνη, αλλά όταν συμβεί γαληνεύει απρόβλεπτα ο νους του ανθρώπου με τον αναστημένο κόσμο που αποκαλύπτεται μπροστά του. Αν ψάξεις, με εργαλεία λογικά, να εξηγήσεις το πώς, ο τρόπος διαφεύγει ασύλληπτος ή μοιάζει παράταιρος και λίγος, προφυλάσσοντας έτσι και τη χάρη από την επανάληψη. Οταν σκοντάφτουμε σε τέτοια έργα, η απαράμιλλη σαφήνεια με την οποία προβάλλουν, ακυρώνει τα επιχειρήματά μας, τους νόμους και τους κανόνες της τρέχουσας τέχνης. Αρδεύεται, υπόγεια, με νέο ρεύμα η διάθεσή μας, να προσδοκούμε νόημα ζωής στη σχέση μας με τις χαρές και τα βάσανα του μικρού μας τόπου. Να ονειρευόμαστε την ουτοπία της κοινότητας. Μια ουτοπία που είναι πιο κοντά μας κι από την ίδια την πραγματικότητα. Μια ουτοπία που βρίσκεται γύρω μας, αν τη δούμε και την αγαπήσουμε εντός μας. Αυτή την κατ' εξοχήν αλήθεια ανέδειξε το χάρισμα του Παπαδιαμάντη κι αυτήν μας κατέλειπε η αγάπη του, ζωή ολοζώντανη, στο έργο του. Κοινός ο τόπος για όλους, αλλά μοναδικός για τον καθένα, καταδικός του, ο τρόπος να τον υψώνει σε κοινότητα.
* Ζωγράφος
Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ...
Μάνος Αχαλινωτόπουλος*
Ο δικός μου ο κυρ Αλέξανδρος είναι ο μάγος του ξεπεσμένου δερβίση, είναι εκείνος που μίλησε με τον πιο ποιητικό, μεταφυσικό και εν τέλει γιορταστικό τρόπο για τον ήχο, τη μουσική και την πνοή. Οταν λέω μεταφυσικό, εννοώ μετά της φύσεως, και όχι μετά τη φύση, γιατί στον κυρ Αλέξανδρο ο ήχος ο γιορτινός σού τρυπάει τα σωθικά, είναι ενσώματος ενώ «χορδίζει τα σύμπαντα», είναι βρώσιμος, αληθινός και της καρδιάς. Αυτός ο κυρ Αλέξανδρος, που την ευχή του να έχουμε, είναι αυτός που αγάπησε τον αλλότριο και τον ξένο πολύ πριν από τις ιδεολογίες. Είναι ο ίδιος που μαχόταν για την αγαπημένη του βυζαντινή μουσική και την ορθή εκφορά της, που είναι ο ίδιος αυτούσιος και υπερούσιος «ατμός» και «πάθος» και «μύρο» και «άχνη» και «μελωδία». Μια μελωδία ατέρμονη και μεθυστική, που άφησε πνευματικά της παιδιά τον Ταρκόφσκι και τον Βακαλόπουλο και άλλους πολλούς και σημαντικούς, και που θα λέει για πάντα σε πλάγιο του δευτέρου ήχο σαν κράτημα «κοσμικόν»: «αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει» (μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ...). Μια μελωδία που αγαπάει τους ποιητές, τους πλάνητες και τους ερωτευμένους, τα τρία στοιχεία που κυριαρχούν στο έργο και στον βίο του. Κόσμος-κόσμημα! Φτιαγμένος από τα χέρια του κυρ Αλέξανδρου. Πέτρες, δάση, σοκάκια και ακρογιάλια, όλα δικά του! Εκείνος ο ταπεινός Παπαδιαμάντης από την αγάπη του και την καρδιά του τον φύσηξε αυτόν τον κόσμο και έχει ανάλαφρη πνοή, είναι από μέσα φωτεινός και γι' αυτό για πάντα γιορτινός. Για πάντα γιορτινός!
* Μουσικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου